σχεδιάζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=agir à la hâte, à la légère, | |btext=agir à la hâte, à la légère, d'une manière superficielle ; <i>particul. en parl. de la parole</i> improviser, inventer des histoires.<br />'''Étymologie:''' [[σχέδιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 23 August 2022
English (LSJ)
A do a thing off-hand or on the spur of the moment, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ Pl.Sis. 387e: abs., play off-hand, λαβὼν τὸ μελετητήριον, εἶτ' ἐσχεδίασε δριμέως Anaxandr.15.3, cf. Cic.Att.6.1.11; invent stories, Plb.12.4.4, D.H.1.7, D.S.1.23; improvise, Phld.Rh.1.100 S. (Pass.); give free play to the imagination, Sor.2.65. 2 act with insufficient care, τοῖς κοινοῖς πράγμασι in public affairs, Plb.22.9.12; ἔν τινι D.S.13.31; πρός τι LXX Ba.1.19.
German (Pape)
[Seite 1053] 1) aus dem Stegreif, hurtig, obenhin machen, schnell hinschreiben, übh. Etwas fahrlässig behandeln, betreiben, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ, Plat. Sisyph. 387 e; Anaxandrid. bei Ath. XIV, 638 d; Pol. 12, 4, 4. – 2) intrans., nachlässig sein, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, in Verwaltung der Staatsgeschäfte, Pol. 23, 9, 12. – 3) in LXX. = ἐγγίζω, von σχεδόν abgeleitet.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδιάζω: μέλλ. -άσω, πράττω τι προχείρως, ἐκ τοῦ προχείρου, κατὰ τῆν ἔμπνευσιν καὶ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς παρούσης στιγμῆς, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ Πλάτ. Σίσυφ. 387Ε· ἀπολ., ὁμιλῶ ἐκ τοῦ προχείρου, λαβὼν τὸ μελετητήριον εἶτ’ ἐσχεδίασε δριμέως Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, 3, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 1, 11· ἐξευρίσκω διηγήματα, ἴσως... σχεδιάζειν ὑπολήψονταί με Διον. Ἁλ. 1. 7, Διόδ. 1. 23. 2) παραμελῶ, ἀδιαφορῶ, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, ἐν τῇ διοικήσει τῶν κοινῶν, Πολύβ. 23. 9, 12· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 12. 4, 4· ἔν τινι Διόδ. 13. 31· πρός τι Ἑβδομ. (Βαροὺχ Α΄, 19). ― Πρβλ. αὐτοσχεδιάζω.
French (Bailly abrégé)
agir à la hâte, à la légère, d'une manière superficielle ; particul. en parl. de la parole improviser, inventer des histoires.
Étymologie: σχέδιος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν σχέδιος / σχέδιο]
νεοελλ.
1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ
2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί»)
3. φρ. «σχεδιασμένη οικονομία»
(οικον.) η κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία βάσει προκαταρκτικού αυστηρού σχεδιασμού
μσν.-αρχ.
1. (κυρίως σχετικά με έδεσμα) ετοιμάζω την τελευταία στιγμή, πρόχειρα
2. (γενικά) δημιουργώ, κατασκευάζω
αρχ.
1. λέω, γράφω ή πράττω κάτι χωρίς να το έχω μελετήσει από πριν ή χωρίς να το έχω προετοιμάσει, αυτοσχεδιάζω
2. απαγγέλλω χωρίς προηγούμενη προετοιμασία
3. πλάθω, επινοώ ιστορίες
4. αφήνω τη φαντασία μου ελεύθερη, σκέπτομαι χωρίς περιορισμούς
5. συνθέτω κάτι πρόχειρα
6. ενεργώ με αμέλεια, αμελέτητα, παραμελώ
7. (κατ' επέκτ.) αδιαφορώ για κάτι.
Greek Monotonic
σχεδιάζω: μέλ. -άσω (σχέδιος), κάνω, εκτελώ κάτι πρόχειρα, ανάλογα με το τι απαιτούν οι περιστάσεις, αυτοσχεδιάζω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
σχεδιάζω:
1) действовать наспех, т. е. быть беззаботным, беспечным или небрежным (τινί и ὑπέρ τινος Polyb. или ἔν τινι Diod.);
2) говорить наобум Plat., Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχεδιάζω [σχέδον] improviseren.