πειρατεύω: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] Seeräuberei treiben, als Seeräuber wegnehmen, kapern, u. daher pass., ὑπό τινος πειρατεύεσθαι, von Einem zur See angefallen, gekapert werden; auch allgemeiner, von Seeräubern beunruhigt werden, Strab. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] Seeräuberei treiben, als Seeräuber wegnehmen, kapern, u. daher pass., ὑπό τινος πειρατεύεσθαι, von Einem zur See angefallen, gekapert werden; auch allgemeiner, von Seeräubern beunruhigt werden, Strab. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> faire le métier de brigand <i>ou</i> de pirate;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être attaqué par des pirates.<br />'''Étymologie:''' [[πειρατής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πειρᾱτεύω''': (πειρατὴς) εἶμαι [[πειρατής]], Στράβ. 664. ΙΙ. Παθ., προσβάλλομαι, λῃστεύομαι ὑπὸ πειρατῶν, Δοῦρις παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. (Ἑκάβ. 933). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130. | |lstext='''πειρᾱτεύω''': (πειρατὴς) εἶμαι [[πειρατής]], Στράβ. 664. ΙΙ. Παθ., προσβάλλομαι, λῃστεύομαι ὑπὸ πειρατῶν, Δοῦρις παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. (Ἑκάβ. 933). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:58, 2 October 2022
English (LSJ)
A to be a pirate, Str. 14.3.2. II attack, of a robber-band, τινα LXX Ge.49.19, prob. in SIG582.12 (Delos, ii B.C.): —Pass., Sch.E.Hec.934.
German (Pape)
[Seite 545] Seeräuberei treiben, als Seeräuber wegnehmen, kapern, u. daher pass., ὑπό τινος πειρατεύεσθαι, von Einem zur See angefallen, gekapert werden; auch allgemeiner, von Seeräubern beunruhigt werden, Strab. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 faire le métier de brigand ou de pirate;
2 Pass. être attaqué par des pirates.
Étymologie: πειρατής.
Greek (Liddell-Scott)
πειρᾱτεύω: (πειρατὴς) εἶμαι πειρατής, Στράβ. 664. ΙΙ. Παθ., προσβάλλομαι, λῃστεύομαι ὑπὸ πειρατῶν, Δοῦρις παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. (Ἑκάβ. 933). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πειρατής
είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία ως επάγγελμα, κάνω ληστεία στη θάλασσα
νεοελλ.
μτφ. κλέβω
αρχ.
1. (για ληστοσυμμορία) επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου
2. παθ. πειρατεύομαι- δέχομαι επίθεση, ληστεύομαι από πειρατές.
Greek Monotonic
πειρᾱτεύω: (πειρατής), είμαι πειρατής, σε Στράβ.