συμπραγματεύομαι: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> συμπραγματεύσομαι, <i>ao.</i> συνεπραγματευσάμην <i>ou</i> συνεπραγματεύθην;<br />traiter | |btext=<i>f.</i> συμπραγματεύσομαι, <i>ao.</i> συνεπραγματευσάμην <i>ou</i> συνεπραγματεύθην;<br />traiter d'affaires <i>ou</i> d'une affaire avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πραγματεύομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:22, 23 August 2022
English (LSJ)
aor. A -επραγματεύθην IG11(4).1055.10 (Delos, iii B.C.), Lycon ap.D.L.5.71:—assist in transacting business, τισι Plu.Cat.Ma.21; σ. τὰ περὶ τοὺς νόμους Id.Lyc.5; μετά τινων περί τινος IG22.844.17 (iii B.C.), cf.PTeb.812.13 (ii B.C.): abs., Plu.2.417a, CIG (add.) 1997d (Edessa).
German (Pape)
[Seite 989] dep. med., zugleich womit beschäftigt sein, Plut. Lyc. 5, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συμπραγμᾰτεύομαι: μέλλ. -έυσομαι· ἀόρ. -επραγματεύθην Διογ. Λ. 5. 71· ἀποθ. Καταγίνομαι ὁμοῦ, συνδιεξάγω, ἀσχολοῦμαι ὁμοῦ εἴς τι, τινι Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 21· σ. τι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούρ. 5· ἀπολ., ὁ αὐτ. 2. 417Α, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1997d.
French (Bailly abrégé)
f. συμπραγματεύσομαι, ao. συνεπραγματευσάμην ou συνεπραγματεύθην;
traiter d'affaires ou d'une affaire avec, τινι.
Étymologie: σύν, πραγματεύομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ πραγματεύομαι
καταγίνομαι κι εγώ, μετέχω κι εγώ σε εργασία.
Greek Monotonic
συμπραγματεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αποθ., ασχολούμαι, καταγίνομαι από κοινού σε ένα έργο, με δοτ. προσ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συμπραγμᾰτεύομαι: совместно делать, помогать, сотрудничать: σ. τὰ περὶ τοὺς νόμους Plut. участвовать в законодательстве; σ. τινι Plut. заниматься делами с кем-л., быть чьим-л. компаньоном.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπραγματεύομαι [σύν, πραγματεύομαι] meewerken aan; met dat. helpen zaken af te handelen.
Middle Liddell
fut. -εύσομαι
Dep. to assist in transacting business, c. dat. pers., Plut.