διαμάω: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diama/w | |Beta Code=diama/w | ||
|Definition=fut. <b class="b3">-ήσω</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[to cut through]], χιτῶνα <span class="bibl">Il.3.359</span>; λευκὴν παρηΐδα <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1023</span>; διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι <span class="bibl">A.R.4.374</span> (tm.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[scrape]] or [[clear away]], δακτύλοις δ. χθόνα <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>709</span>:—also in Med., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα <span class="bibl">Th.4.26</span>; τὴν χιόνα <span class="bibl">Plb.3.55.6</span>; τὴν ψάμμον <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.1.3</span>.</span> | |Definition=fut. <b class="b3">-ήσω</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[to cut through]], χιτῶνα <span class="bibl">Il.3.359</span>; λευκὴν παρηΐδα <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1023</span>; διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι <span class="bibl">A.R.4.374</span> (tm.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[scrape]] or [[clear away]], δακτύλοις δ. χθόνα <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>709</span>:—also in Med., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα <span class="bibl">Th.4.26</span>; τὴν χιόνα <span class="bibl">Plb.3.55.6</span>; τὴν ψάμμον <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.1.3</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[rasgar]], [[cortar]], [[ἔγχος]] ... διάμησε χιτῶνα <i>Il</i>.3.359, Ἰφιγόνης παρηίδα E.<i>El</i>.1023, τόνδε μέσον διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι A.R.4.374, Πενθεσίλειαν ... διάμησεν ... Πηλείδης Q.S.1.620, cf. Hsch.s.uu. διαμῆσαι, διάμησε.<br /><b class="num">2</b> [[arañar]], [[escarbar]] ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα E.<i>Ba</i>.709, τὴν (γῆν) δὲ σκαλίσι τὰς γυναῖκας διαμώσας πλύνειν y las mujeres escarbando (la tierra) con sachos, la lavan</i> Str.3.2.9, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὸν κάχληκα Th.4.26, cf. Arr.<i>An</i>.6.26.5, τὴν ... χιόνα Plb.3.55.6, τὴν ψάμμον I.<i>AI</i> 3.10, App.<i>Pun</i>.40, τὴν ἄμμον D.C.<i>Epit</i>.9.23.2, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. τῶν ναμάτων τὰ διαφανῆ τε καὶ καθαρὰ ... διαμώμενοι Them.<i>Or</i>.21.250b. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. διάμησε: [[cut]] [[through]], Il. 3.359 and Il. 7.253. | |auten=aor. διάμησε: [[cut]] [[through]], Il. 3.359 and Il. 7.253. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:00, 1 October 2022
English (LSJ)
fut. -ήσω, A to cut through, χιτῶνα Il.3.359; λευκὴν παρηΐδα E.El.1023; διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι A.R.4.374 (tm.). II scrape or clear away, δακτύλοις δ. χθόνα E.Ba.709:—also in Med., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Th.4.26; τὴν χιόνα Plb.3.55.6; τὴν ψάμμον J.AJ3.1.3.
Spanish (DGE)
1 rasgar, cortar, ἔγχος ... διάμησε χιτῶνα Il.3.359, Ἰφιγόνης παρηίδα E.El.1023, τόνδε μέσον διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι A.R.4.374, Πενθεσίλειαν ... διάμησεν ... Πηλείδης Q.S.1.620, cf. Hsch.s.uu. διαμῆσαι, διάμησε.
2 arañar, escarbar ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα E.Ba.709, τὴν (γῆν) δὲ σκαλίσι τὰς γυναῖκας διαμώσας πλύνειν y las mujeres escarbando (la tierra) con sachos, la lavan Str.3.2.9, cf. Hsch.
•en v. med. mismo sent. τὸν κάχληκα Th.4.26, cf. Arr.An.6.26.5, τὴν ... χιόνα Plb.3.55.6, τὴν ψάμμον I.AI 3.10, App.Pun.40, τὴν ἄμμον D.C.Epit.9.23.2, cf. Hsch.
•fig. τῶν ναμάτων τὰ διαφανῆ τε καὶ καθαρὰ ... διαμώμενοι Them.Or.21.250b.
German (Pape)
[Seite 589] (s. ἀμάω), durchmähen, durchschneiden, durchstoßen, durchhauen. Hom. ἀντικρὺ δὲ παραὶ λαπἀρην διάμησε χιτῶνα
Greek (Liddell-Scott)
διαμάω: μέλλ. -ήσω, κόπτω διὰ μέσου, διασχίζω, χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - σκαλίζω, διασκάπτω, δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
déchirer, creuser.
Étymologie: DELG sans doute διά, ἀμάω « moissonner, couper ».
English (Autenrieth)
aor. διάμησε: cut through, Il. 3.359 and Il. 7.253.
Greek Monotonic
διαμάω: μέλ. -ήσω,
1. κόβω πέρα-πέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. σκαλίζω, γρατσουνίζω, διασκάπτω, στον ίδ. — Μέσ., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα, το χαλίκι έχει αποτριφτεί, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διᾰμάω:
1) разрывать, рассекать, разрубать (χιτῶνα Hom.);
2) расцарапывать (παρηΐδα Eur.);
3) разгребать, раскапывать (ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Eur.; med.: τὸν κάχληκα Thuc.; χιόνα Polyb.; ταῖς χερσὶ τὴν γῆν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αμάω ook med. stuk scheuren, openkrabben:. διήμησ’ Ἰφιγόνης παρηίδα hij sneed de hals van Iphigone door Eur. El. 1023; ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα met de vingertoppen in de grond graven Eur. Ba. 709.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to cut through, Il., Eur.
2. to scrape away, Eur.; Mid., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα to get the gravel scraped away, Thuc.