ἀποσκίδναμαι: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to be [[dispersed]], Il.; of soldiers, ἀπ. ἔς τι to [[disperse]] for a [[purpose]], Hdt.
|mdlsjtxt=to be [[dispersed]], Il.; of soldiers, ἀπ. ἔς τι to [[disperse]] for a [[purpose]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 11:49, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 325] poet. = ἀποσκεδάννυμαι, sich zerstreuen, Il. 23, 4; Thuc. 6, 98; Dion. Hal. 5, 76.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. inf. ἀποσκίδνασθαι et part. ἀποσκιδνάμενος;
se disperser, s'éloigner de, gén..
Étymologie: σκίδναμαι.

Greek Monolingual

ἀποσκίδναμαι κ. -κίδναμαι (Α) σκίδνημι
διασκορπίζομαι.

Greek Monotonic

ἀποσκίδνᾰμαι: Παθ., είμαι διασκορπισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, ἀποσκίδναμαι ἔς τι, διασκορπίζομαι για να εξυπηρετήσω ένα σκοπό, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκίδνᾰμαι: (только inf. ἀποσκίδνασθαι и part. ἀποσκιδνάμενος) рассеиваться, расходиться врозь Hom., Her., Thuc., Plut.

Middle Liddell

to be dispersed, Il.; of soldiers, ἀπ. ἔς τι to disperse for a purpose, Hdt.