ἔγκλημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />chef d’accusation, grief, accusation : [[ἔγκλημα]] ποιεῖν <i>ou</i> ποιεῖσθαι porter une accusation ; ἔς τινα contre qqn ; [[ἐν]] ἐγκλήματι γίγνεσθαι DÉM être l’objet d’une accusation ; ἐγκλήματα ἔχειν τινος THC avoir des griefs <i>ou</i> porter des accusations contre qqn ; γίγνεται παισὶ πρὸς ἀλλήλους ἐγκλήματα XÉN il arrive que les enfants s'accusent les uns les autres ; ἐγκλήματα διαλύεσθαι détruire <i>litt.</i> dissoudre des accusations.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκαλέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />chef d’accusation, grief, accusation : [[ἔγκλημα]] ποιεῖν <i>ou</i> ποιεῖσθαι porter une accusation ; ἔς τινα contre qqn ; [[ἐν]] ἐγκλήματι γίγνεσθαι DÉM être l'objet d’une accusation ; ἐγκλήματα ἔχειν τινος THC avoir des griefs <i>ou</i> porter des accusations contre qqn ; γίγνεται παισὶ πρὸς ἀλλήλους ἐγκλήματα XÉN il arrive que les enfants s'accusent les uns les autres ; ἐγκλήματα διαλύεσθαι détruire <i>litt.</i> dissoudre des accusations.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκαλέω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:05, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκλημα Medium diacritics: ἔγκλημα Low diacritics: έγκλημα Capitals: ΕΓΚΛΗΜΑ
Transliteration A: énklēma Transliteration B: enklēma Transliteration C: egklima Beta Code: e)/gklhma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐγκαλέω) A accusation, charge, ἔ. τινι ἔχειν S.Ph. 323, cf.Tr.361, Antipho 3.2.9, etc.; ἐγκλήματα ἔχειν τινός, = ἐγκαλεῖν τι, Th.1.26; ἔ. ποιεῖν τι make a thing matter of complaint, Id.3.53; ἐγκλήματα ποιεῖσθαι bring accusations, Id.1.126; τὰ ἐ. τὰ ἔς τινας complaints respecting... ib.79; ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι D.18.251; γίγνεται or ἐστὶ ἔγκλημά μοι πρός τινα I have ground of complaint respecting him, X.Cyr.1.2.6, Lys.10.23; λύειν ἔ. clear away a charge, Plb.2.52.4; λόγοις τὰ ἐ. διαλύεσθαι Th.1.140. II in Law, written complaint: generally, of complaints which were to lead to private suits, ἔ. λαγχάνειν τινί file a complaint against... D.34.16, al., cf. PTeb.616 (ii A. D.). III concrete, a standing reproach, τῆς τύχης καὶ τῶν θεῶν Plu Dio 58. 2 defect, Gal.14.20.

German (Pape)

[Seite 708] τό, die Beschuldigung, der Vorwurf; Soph. Phil. 523; ἔγκλημα καὶ αἰτίαν ἑτοιμάσας Trach. 360; vgl. Plat. Phil. 22 c; εἴς τινα, gegen Jemand, Thuc. 4, 79; τινὸς ἔγκλημα ἔχειν, worüber, 1, 26; ἐγκλήματα ποιεῖν, = ἐγκαλεῖν, Thuc. 3, 43; ποιεῖσθαι 1, 126; ὑπέρ τινος Lys. 3, 1; γράφειν Plat. Legg. X, 910 b u. oft bei Rednern; τὰ πρός τινα ἐγκλήματα Dem. 1, 7, wie Plat. Legg. III, 685 c; ἔγκλημα γίγνεταί μοι, ich werde beschuldigt, Lys. 16, 10, wie ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι, Dem. 18, 251; Arist. Nic. 9, 1; der Schimpf, Xen. Oec. 11, 3. – Die Anklageschrift selbst, Oratt.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκλημα: τό, (ἐγκαλέω) κατηγορία, αἰτίασις, ἀφορμὴ μέμψεως, ἦ γάρ τι καὶ σὺ τοῖς πανωλέθροις ἔχεις ἔγκλημ᾿ Ἀτρείδαις, ὥστε θυμοῦσθαι παθών; Σοφ. Φ. 323, Τρ. 361. Ἀντιφῶν 122. 11, κτλ.· ἐγκλήματα ἔχειν τινὸς = ἐγκαλεῖν τινι Θουκ. 1. 26· ἔγκλ. ποιεῖν τι, ποιεῖν τι ἀφορμὴν μομφῆς, ὁ αὐτ. 3. 43· ἐγκλήματα ποιεῖσθαι, φέρειν κατηγορίας, ὁ αὐτ. 1. 126· τὰ ἐγκλ. τὰ ἔς τινα, παράπονα, αἰτιάσεις ἐναντίον τινός, αὐτόθι 79· ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι Δημ. 311. 2· γίγνεται ἢ ἔστιν ἔγκλημά μοι πρός τινα, ἔχω αἰτίας παραπόνου ἐναντίον τινός, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 6, Λυσ. 118. 10· λύειν ἔγκλημα, ἀναιρεῖν κατηγορίαν, Πολύβ. 2. 52, 4· ἐγκλήματα διαλύεσθαι Θουκ. 1. 140. ΙΙ. ἔγγραφον παράπονον ἢ κατηγορία εἰσαγομένη ὑπὸ τοῦ κατηγόρου εἰς δικαστήν· ἐν γένει ἐπὶ κατηγοριῶν ἀναγομένων εἰς ἰδιωτικὰς δίκας οὐχὶ δὲ εἰς δημοσίας δίκας (καλουμένας γραφάς)· συχν. παρ᾿ ἅπασι τοῖς ῥήτορσιν· ἔγκλημα λαγχάνειν τινί, εἰσφέρειν κατηγορίαν ἐναντίον τινός, Δημ. 912. 2, πρβλ. 950. 21., 973. 1., 1006. 16.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chef d’accusation, grief, accusation : ἔγκλημα ποιεῖν ou ποιεῖσθαι porter une accusation ; ἔς τινα contre qqn ; ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι DÉM être l'objet d’une accusation ; ἐγκλήματα ἔχειν τινος THC avoir des griefs ou porter des accusations contre qqn ; γίγνεται παισὶ πρὸς ἀλλήλους ἐγκλήματα XÉN il arrive que les enfants s'accusent les uns les autres ; ἐγκλήματα διαλύεσθαι détruire litt. dissoudre des accusations.
Étymologie: ἐγκαλέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Grafía: graf. ἐκκ- FD 1.486.2B.20 (III a.C.), IG 92.706A.21 (Eantea III a.C.), inscr. y pap. frec. graf. ἐνκ-
I gener.
1 reclamación, motivo de queja, agravio ἔ. μικρὸν αἰτίαν θ' ἑτοιμάσας S.Tr.361, cf. E.Fr.23.7Sn.A., αἱ μάχαι καὶ τὰ ἐγκλήματα Arist.EN 1131a24, cf. EE 1242b37, φυλάσσεσθαι τὰ ἐγκλήματα evitar los motivos de queja Ign.Tr.2.3
entre ciudades, pueblos agravio, reivindicación frec. derivado de situaciones de guerra μὴ ... ἔ. αὐτὸ ποιῆτε (tememos) que hagáis de esto un agravio Th.3.53, μετὰ προσηκόντων ἐγκλημάτων ἐρχόμεθα Th.1.40, πάντων οὖν τούτων ἐγκλήματα ἔχοντες οἱ Κορίνθιοι Th.1.26, πολέμῳ μᾶλλον ἢ τῷ ἴσῳ ... τὰ ἐγκλήματα μετελθεῖν Th.1.34, λόγοις τὰ ἐγκλήματα διαλύεσθαι Th.1.140, τἀγκλήματα πάντ' ἐπέτρεψαν resolvieron todas las querellas Ar.Lys.1111, cf. Pl.Plt.305c, τὰ δὲ ἐγκλήματα καὶ τὰ συμβόλαια ... διαλυθῆναι ἢ διακριθῆναι Welles, RC 3.24 (Teos IV a.C.), ἀ[φ] εῖσθαι ... τῶν ἐγκλημάτων πάντων IIasos 2.22 (IV a.C.), τὰ μὲν ἐγκλήματα αὐτοῖς τὰ γεγενημένα κατὰ τὸν πόλεμον ἤρθω ISmyrna 573.41, cf. 43 (III a.C.), Milet 1(3).150.37 (II a.C.), SEG 29.1130bis.21 (Clazomenas II a.C.), D.S.16.52, 17.15, c. dat. de pers. τι ... ἔχεις ἔ. Ἀτρείδαις S.Ph.323, ἴδιον ἢ κοινὸν πολίταις ἐπιφέρων ἔ. τι; E.Or.766, cf. IG 5(2).344.14 (Orcómeno III a.C.), Plb.20.6.1, Luc.Prom.4, οὐκ ἐρεῖν ἐγκλήματα τοῖς ἀμυνομένοις Plb.4.5.7, cf. IEphesos 7.2.22 (I a.C.), c. prep. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἐγκλήματα ποιούμενοι Th.1.126, cf. 79, Pl.Lg.685c, Lys.16.10, 25.23, Plb.2.52.4, πρὸς τοὺς θεούς X.HG 7.4.34, Plb.2.52.4, περὶ τῶν ἐνκλημάτων ἃ γίγνηται πρὸς ἀλλήλους IG 13.123.17 (V a.C.), τίνος ὄντος ἐμοὶ πρὸς ὑμᾶς ἐγκλήματος; ¿qué agravio tendría yo contra vosotros? Lys.10.23, cf. ISmyrna 573.54 (III a.C.)
c. gen. subjet. ἐγκλήματα ... καὶ πόλεων καὶ ἰδιωτῶν ... καταλῦσαι Th.1.82.
2 motivo de reproche, tacha, fallo ἀνοητότατον ... ἔ. X.Oec.11.3, ἔ. διορθώσεως δεόμενον tacha necesitada de corrección Arist.Pol.1275a20, de un ingrediente de una receta, Gal.14.20, cf. Hsch.
3 insidia, acusación falsa plu. Dosith.Hist.3.
II jur. y en símiles de juicios querella, demanda, inculpación, acusación τοῦ ἐγκλήματος δι<καστής> Democr.B 159, ἀμφοῖν ἀπολύεται τοῖν ἐγκλημάτοιν es absuelto de las dos acusaciones Antipho 3.2.9, cf. Lys.3.25, 9.3, 8, 13, ἰδία ἐγκλήματα Hyp.Dem.2.6, ἐγκλημάτων κρίσεις Arist.Oec.1348b13, cf. FD 3.120.11 (II a.C.), (ἀπολογία) περὶ τοῦ ἐγκλήματος Act.Ap.25.16, ὅσα δ' ἐγκλήματα γίνεται ἐκ τῶν νόμων τῶν τελονικῶν PRev.Laws 21.10, cf. PHal.1.129 (III a.C.), ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι tener querellas, ser acusado D.18.251, cf. Arist.EN 1164a29, 33, IPr.8.8 (IV a.C.), ἀποτριψάμενος τὰ ... ἐγκλήματα ἐκπέφευγεν Aeschin.1.179
formulada por escrito τὰ ... ἐγκλήματα γράφειν Pl.Lg.948d, cf. D.34.16, Arist.Pol.1268b19, IG 7.3074.19 (Lebadea II a.C.), PTeb.616 (II d.C.), PWash.Univ.20.11 (IV d.C.), ὥς φησι τὸ ἔ. τῆς δίκης D.25.55, cf. 58, c. gen. especificando la acusación ἐγκλήματα καὶ κλοπῆς καὶ ἁρπαγῆς X.Cyr.1.2.6, ἔνοχος ἔσται ἐγκλήματι τυμβωρυχίας TAM 3.228.9 (Termeso III d.C.), cf. Didyma 529A.7 (imper.), τῆς ἀδικίας Sardis 18.47 (V d.C.), τῆς ἐπιορκείας PMonac.1.49 (VI d.C.), ἔχθρης Babr.89.3, c. giro prep. περὶ χρημάτων Isoc.16.46, περὶ τῶν δημοσίων Pl.Lg.767e, περὶ τῶν καρπείων καὶ τᾶν ἐπινομᾶν IG 42.75.38 (II a.C.), c. adj. βασιλικὰ ἐγκλήματα acusaciones de lesa majestad Plb.25.3.1, ἔ. κεφαλικόν acusación capital, IClaros 1.M.1.31 (II a.C.), φονικὰ ἐγκλήματα Vett.Val.171.15, ἔ. ἄξιον θανάτου Act.Ap.23.29, τρία ἐπιφημίζουσιν ἡμῖν ἐγκλήματα, ἀθεότητα, Θυέστεια δεῖπνα, Οἰδιποδείους μίξεις Athenag.Leg.3.1, εἰς βαρὺ ἔ. πεσών Hierocl.Facet.168
cargo en series junto otros conceptos tipificados τὸ ἔ. καὶ ... ἡ δίκη Pl.Euthphr.4a, cf. Men.Pc.503, μηδὲ ὀφείλημα μηδ' ἔ. μηδ' ἀδίκημα IG 11(4).1065b.8 (II a.C.), cf. COrd.Ptol.53bis.4 (II a.C.), PMasp.169.14 (VI d.C.), Iust.Nou.8 proem.

English (Strong)

from ἐγκαλέω; an accusation, i.e. offence alleged: crime laid against, laid to charge.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3), ἐγκλήματος, τό (ἐγκαλέω), accusation: the crime of which one is accused, ἔγκλημα ἔχειν, to have laid to one's charge, be accused of a crime, Sophocles and Thucydides on.) [ SYNONYMS: see κατηγορέω; cf. Isocrates 16,2 τάς μέν γάρ δίκας ὑπέρ τῶν ἰδίων ἐγκληματων λαγχανουσι, τάς δέ κατηγοριας ὑπέρ τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων ποιοῦνται, καί πλείω χρόνον διατριβουσι τόν πατέρα μου διαβαλλοντες ἤ κτλ.]

Greek Monolingual

το (AM ἔγκλημα)
1. αυτό για το οποίο κατηγορείται κανείς, εγκληματική πράξη, κακούργημα («πάντων oὖv τούτων ἐγκλήματα ἔχοντες οἱ Κορίνθιοι», Θουκ.)
2. σοβαρή παράβαση γραπτού ή άγραφου νόμου («ὁ κατηγορούμενος... τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περὶ τοῦ ἐγκλήματος», ΚΔ Πράξ.)
νεοελλ.
μεγάλη απερισκεψία, παραφροσύνηείναι έγκλημα η αδιαφορία σου»)
μσν.
διαφωνία, διένεξη
αρχ.-μσν.
κατηγορία, καταγγελία
αρχ.
1. αντικείμενο μομφής, καταγγελίας
2. πράξη που προκαλεί κατηγορία ή ντροπή
3. (στους ρήτορες) έγγραφη κατηγορία που γίνεται στο δικαστήριο για κατηγορίες σχετικές με ιδιωτικές υποθέσεις.

Greek Monotonic

ἔγκλημα: -ατος, τό (ἐγκαλέω), κατηγορία, μήνυση, καταγγελία, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐγκλήματα ἔχειντινός = ἐγκαλεῖν τινι, σε Θουκ.· ἔγκλημα διαλύεσθαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκλημα: ατος τό
1) обвинение, жалоба, упрек (ἔς τινα Thuc., πρός τινα Plat., Dem. и ὑπέρ τινος Lys.): ἐν ἐγκλήματι γενέσθαι или εἶναι Dem., Arst. дать повод к жалобам; ἔ. ποιεῖν и ποιεῖσθαι Thuc. жаловаться, обвинять;
2) юр. письменная жалоба, исковое прошение Dem.

Middle Liddell

ἔγκλημα, ατος, τό, ἐγκαλέω
an accusation, charge, complaint, Soph., etc.; ἐγκλήματα ἔχειν τινός = ἐγκαλεῖν τινι, Thuc.; ἔγκλημα διαλύεσθαι Thuc.

Chinese

原文音譯:œgklhma 恩格-克累馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在內-召(結果)
字義溯源:控以罪名,罪名,控告;源自 (ἐγκαλέω)=告,由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(καλέω)=召)組成,其中 (καλέω)出自 (κελεύω)=激勵,邀請,而 (κελεύω)出自(κελεύω)X*=力言)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 控告(1) 徒25:16;
2) 罪名(1) 徒23:29

English (Woodhouse)

accusation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)