πληρωτής: Difference between revisions
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />créancier | |btext=οῦ (ὁ) :<br />créancier d'une masse formée de cotisations.<br />'''Étymologie:''' [[πληρόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:08, 23 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who completes, π. ἐράνου jointlender in an ἔρανος, D.21.101, cf. 184, 25.21, Hyp.Ath.7 (pl.): in sg., treasurer of an ἔρανος, π. καὶ συνερανισταί IG22.2721; = ἐράνου συναγωγός, Hsch. II one who fills up documents, Lyd.Mag.3.11,68. 2 in Egypt, holder of a local office of unknown nature, PFay.23 Intr. (ii A. D.); γραμματεὺς πληρωτῶν PHamb.59 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 635] ὁ, der Füllende, Ausfüllende, vollzählig Machende; πλ. ἐράνου, Dem. 25, 21, vgl. 21, 101, = ἐρανιστής, der zur vollen Zahl Beitragende, Gehörende, VLL.; Harpocr. erkl. ὁ ἀποδιδοὺς τὸν ἔρανον τοῖς ἤτοι λαχοῦσιν ἢ ἐωνημένοις.
Greek (Liddell-Scott)
πληρωτής: -οῦ ὁ, πληρῶν, συμπληρωτής, πλ. = ἐρανάρχης, (ἐράνου συναγωγός, Ἡσύχ.), Δημ. 547, 18., 574, 14, 776. 7, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἡσύχ. 3. σ. 980, ἔκδ. Ἀλβέρτου. ΙΙ. ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, οἱ τῶν χρεωστούντων πληρωταί, οἱ πληρώνοντες τὰ χρέη τῶν χρεωστούντων, Εὐσ. Ἀλεξ. 425D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
créancier d'une masse formée de cotisations.
Étymologie: πληρόω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν πληρώ / πληρώνω
1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά
2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου
νεοελλ.
1. (σχετικά με γραμμάτια και συναλλαγματικές) αυτός που έχει την υποχρέωση της εξόφλησής τους, ο εκδότης του γραμματίου ή ο αποδέκτης της συναλλαγματικής
2. παροιμ. «εγγυητής και πληρωτής» — συνήθως ο εγγυώμενος πληρώνει αυτός ο ίδιος από τα δικά του για τον πρωτοφειλέτη
αρχ.
1. αυτός που απαρτίζει, που συγκροτεί κάτι
2. αυτός που συμπληρώνει έγγραφα
3. εκκλ. αυτός που εκπληρώνει τον θείο νόμο ή ένα τυπικό
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ πληρωταί
αξίωμα, πιθανώς οικονομικής φύσεως, στην Αίγυπτο, την εποχή τών Πτολεμαίων.
Greek Monotonic
πληρωτής: -οῦ, ὁ (πληρόω), αυτός που συμπληρώνει, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πληρωτής: οῦ ὁ плательщик или сборщик (ἐράνου Dem.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πληρωτής -οῦ, ὁ [πληρόω] contribuant:. πληρωτής... ἐράνου contribuant aan een lening Dem. 21.101.