δείδεκτο: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deidekto | |Transliteration C=deidekto | ||
|Beta Code=dei/dekto | |Beta Code=dei/dekto | ||
|Definition=δειδέχαται, δειδέχατο, | |Definition=δειδέχαται, δειδέχατο, v. [[δειδίσκομαι]]; | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:09, 23 August 2022
English (LSJ)
δειδέχαται, δειδέχατο, v. δειδίσκομαι;
Greek (Liddell-Scott)
δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de δείκνυμι.
English (Autenrieth)
see δείκνῦμι.
Spanish (DGE)
v. δειδίσκομαι.
Greek Monotonic
δείδεκτο: γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.
Russian (Dvoretsky)
δείδεκτο: эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к δείκνυμι.