κροσσωτός: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1513.png Seite 1513]] betroddelt, mit Troddeln, Quasten versehen, verbrämt; [[ἐσθής]] Poll. 4, 120; ῥαφαί Lycophr. 1102; a. Sp., wie VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1513.png Seite 1513]] betroddelt, mit Troddeln, Quasten versehen, verbrämt; [[ἐσθής]] Poll. 4, 120; ῥαφαί Lycophr. 1102; a. Sp., wie VLL. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />garni d'une frange <i>ou</i> d'une bordure.<br />'''Étymologie:''' [[κροσσός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κροσσωτός''': -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. [[κροκωτός]]· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. [[χιτών]]), ὁ, ὁ, χιτὼν μετὰ κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω [[ῥῆμα]] κατὰ συνθήκην πλασθὲν [[χάριν]] τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως. | |lstext='''κροσσωτός''': -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. [[κροκωτός]]· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. [[χιτών]]), ὁ, ὁ, χιτὼν μετὰ κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω [[ῥῆμα]] κατὰ συνθήκην πλασθὲν [[χάριν]] τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:39, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν Lyc.1102:—A tasselled, fringed, l.c., Plu.Luc.28, Poll.4.120, POxy.1273.14 (iii A. D.): Subst. κροσσωτός (sc. χιτών), ὁ, LXXPs. 44(45).14; cf. κροκωτός 2. II (κρόσσαι) stepped, σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ, of a wall, Lyc.291 (v.l. κορς-).
German (Pape)
[Seite 1513] betroddelt, mit Troddeln, Quasten versehen, verbrämt; ἐσθής Poll. 4, 120; ῥαφαί Lycophr. 1102; a. Sp., wie VLL.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
garni d'une frange ou d'une bordure.
Étymologie: κροσσός.
Greek (Liddell-Scott)
κροσσωτός: -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. κροκωτός· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. χιτών), ὁ, ὁ, χιτὼν μετὰ κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω ῥῆμα κατὰ συνθήκην πλασθὲν χάριν τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κροσσωτός, -όν, θηλ. και, -ή)
αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός
νεοελλ.
ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» — επιθηλιακός ιστός του οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων από την κοιλότητα του σώματος την οποία αυτά επενδύουν, αλλ. βλεφαριδωτό επιθήλιο
αρχ.
1. ζωγραφισμένος τοίχος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κροσσωτός
χιτώνας με κρόσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόσσαι + -ωτός (πρβλ. θυσανωτός)
η λ. αρχικά σήμαινε τον διακοσμημένο τοίχο και στη συνέχεια η σημ. της επεκτάθηκε και στη διακόσμηση υφασμάτων].
Russian (Dvoretsky)
κροσσωτός: обшитый бахромой (ἐφεστρίς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροσσωτός -ή -όν [κροσσοί: kwast, franje] met franjes, van franjes voorzien.