πληρωτής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πληρωτής:''' οῦ ὁ [[плательщик или сборщик]] (ἐράνου Dem.).
|elrutext='''πληρωτής:''' οῦ ὁ [[плательщик]] или [[сборщик]] (ἐράνου Dem.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 08:28, 17 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληρωτής Medium diacritics: πληρωτής Low diacritics: πληρωτής Capitals: ΠΛΗΡΩΤΗΣ
Transliteration A: plērōtḗs Transliteration B: plērōtēs Transliteration C: plirotis Beta Code: plhrwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who completes, π. ἐράνου jointlender in an ἔρανος, D.21.101, cf. 184, 25.21, Hyp.Ath.7 (pl.): in sg., treasurer of an ἔρανος, π. καὶ συνερανισταί IG22.2721; = ἐράνου συναγωγός, Hsch. II one who fills up documents, Lyd.Mag.3.11,68. 2 in Egypt, holder of a local office of unknown nature, PFay.23 Intr. (ii A. D.); γραμματεὺς πληρωτῶν PHamb.59 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 635] ὁ, der Füllende, Ausfüllende, vollzählig Machende; πλ. ἐράνου, Dem. 25, 21, vgl. 21, 101, = ἐρανιστής, der zur vollen Zahl Beitragende, Gehörende, VLL.; Harpocr. erkl. ὁ ἀποδιδοὺς τὸν ἔρανον τοῖς ἤτοι λαχοῦσιν ἢ ἐωνημένοις.

Greek (Liddell-Scott)

πληρωτής: -οῦ ὁ, πληρῶν, συμπληρωτής, πλ. = ἐρανάρχης, (ἐράνου συναγωγός, Ἡσύχ.), Δημ. 547, 18., 574, 14, 776. 7, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἡσύχ. 3. σ. 980, ἔκδ. Ἀλβέρτου. ΙΙ. ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, οἱ τῶν χρεωστούντων πληρωταί, οἱ πληρώνοντες τὰ χρέη τῶν χρεωστούντων, Εὐσ. Ἀλεξ. 425D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
créancier d'une masse formée de cotisations.
Étymologie: πληρόω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν πληρώ / πληρώνω
1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά
2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου
νεοελλ.
1. (σχετικά με γραμμάτια και συναλλαγματικές) αυτός που έχει την υποχρέωση της εξόφλησής τους, ο εκδότης του γραμματίου ή ο αποδέκτης της συναλλαγματικής
2. παροιμ. «εγγυητής και πληρωτής» — συνήθως ο εγγυώμενος πληρώνει αυτός ο ίδιος από τα δικά του για τον πρωτοφειλέτη
αρχ.
1. αυτός που απαρτίζει, που συγκροτεί κάτι
2. αυτός που συμπληρώνει έγγραφα
3. εκκλ. αυτός που εκπληρώνει τον θείο νόμο ή ένα τυπικό
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ πληρωταί
αξίωμα, πιθανώς οικονομικής φύσεως, στην Αίγυπτο, την εποχή τών Πτολεμαίων.

Greek Monotonic

πληρωτής: -οῦ, ὁ (πληρόω), αυτός που συμπληρώνει, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πληρωτής: οῦ ὁ плательщик или сборщик (ἐράνου Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληρωτής -οῦ, ὁ [πληρόω] contribuant:. πληρωτής... ἐράνου contribuant aan een lening Dem. 21.101.

Middle Liddell

πληρωτής, οῦ, ὁ, πληρόω
one who completes, Dem.