περιθρύπτω: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perithrypto | |Transliteration C=perithrypto | ||
|Beta Code=periqru/ptw | |Beta Code=periqru/ptw | ||
|Definition=and | |Definition=and [[περιθρύβω]] (D.S.3.51), [[rub]] or [[pound in pieces]], [[l.c.]] (Pass.); τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχήν Ph.1.501; περιθρυφθείς Id.2.527. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
and περιθρύβω (D.S.3.51), rub or pound in pieces, l.c. (Pass.); τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχήν Ph.1.501; περιθρυφθείς Id.2.527.
German (Pape)
[Seite 577] (s. θρύπτω), rings herum zerreiben, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
περιθρύπτω: τρίβω ἢ κοπανίζω εἰς τεμάχια, Διόδ. 3. 51, Wessel. (oἱ κώδικ. περιθρύβεσθαι)· τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχὴν Φίλων 1.501· περιθρυφθεὶς ὁ αὐτ. 2. 527.
Greek Monolingual
Α
κατακερματίζω, κομματιάζω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θρύπτω «θραύω, συντρίβω, κομματιάζω»].