περιχώομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0601.png Seite 601]] heftig zürnen, Jemandem um Jemandes willen, τινί τινος, Il. 9, 449. 14, 266, im aor. περιχώσατο θυμῷ, wie Qu. Sm. 1, 741.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0601.png Seite 601]] heftig zürnen, Jemandem um Jemandes willen, τινί τινος, Il. 9, 449. 14, 266, im aor. περιχώσατο θυμῷ, wie Qu. Sm. 1, 741.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg. poét.</i> περιχώσατο;<br />être fortement irrité : τινί τινος contre une personne au sujet d'une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[χώομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιχώομαι''': ὀργίζομαι [[μεγάλως]], ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (ἄλλως, παλλακίδος πέρι χ., ἴδε Σχολ.) Ἰλ. Ι. 449· [[Ἡρακλῆς]] περιχώσατο Ξ. 266.
|lstext='''περιχώομαι''': ὀργίζομαι [[μεγάλως]], ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (ἄλλως, παλλακίδος πέρι χ., ἴδε Σχολ.) Ἰλ. Ι. 449· [[Ἡρακλῆς]] περιχώσατο Ξ. 266.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg. poét.</i> περιχώσατο;<br />être fortement irrité : τινί τινος contre une personne au sujet d'une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[χώομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχώομαι Medium diacritics: περιχώομαι Low diacritics: περιχώομαι Capitals: ΠΕΡΙΧΩΟΜΑΙ
Transliteration A: perichṓomai Transliteration B: perichōomai Transliteration C: perichoomai Beta Code: perixw/omai

English (LSJ)

Med., to be exceeding angry, ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (al. παλλακίδος πέρι χ., v. Sch.) Il.9.449; Ἡρακλῆος περιχώσατο 14.266.

German (Pape)

[Seite 601] heftig zürnen, Jemandem um Jemandes willen, τινί τινος, Il. 9, 449. 14, 266, im aor. περιχώσατο θυμῷ, wie Qu. Sm. 1, 741.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. poét. περιχώσατο;
être fortement irrité : τινί τινος contre une personne au sujet d'une autre.
Étymologie: περί, χώομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιχώομαι: ὀργίζομαι μεγάλως, ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (ἄλλως, παλλακίδος πέρι χ., ἴδε Σχολ.) Ἰλ. Ι. 449· Ἡρακλῆς περιχώσατο Ξ. 266.

English (Autenrieth)

aor. περιχώσατο: be very wroth; τινί τινος (causal gen.), Il. 9.449, Il. 14.266.

Greek Monolingual

Α
οργίζομαι πάρα πολύ, εξοργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χώομαι «οργίζομαι, αγανακτώ, θυμώνω»].

Greek Monotonic

περιχώομαι: γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ περιχώσαντο, Μέσ.· είμαι εξαιρετικά οργισμένος με, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιχώομαι [περιχέω] ep. aor. 3 sing. περιχώσατο, heel boos zijn.

Russian (Dvoretsky)

περιχώομαι: (эп. aor. περιχωσάμην) сильно гневаться, сердиться: π. τινί τινος Hom. гневаться на кого-л. из-за кого(чего)-л.

Middle Liddell

epic 3rd sg. aor1 περιχώσατο
Mid.:— to be exceeding angry about, c. gen., Il.