ποιμνήϊος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίη, -ον, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ποίμνη]] ή στον ποιμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποίμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> ( | |mltxt=-ίη, -ον, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ποίμνη]] ή στον ποιμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποίμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. [[πολεμήϊος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:10, 11 May 2023
English (LSJ)
η, ον, Ep. Adj. of a flock or herd, σταθμός, σηκός, Il.2.470, Hes.Op.787.
German (Pape)
[Seite 651] ion. statt des ungebr. ποιμνεῖος, zum Hirten, zur Heerde gehörig, von der Heerde; σταθμός, σηκός, Il. 2, 470 Hes. op. 789.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui concerne les troupeaux ou un troupeau.
Étymologie: ποίμνη.
Greek Monolingual
-ίη, -ον, Α
(επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίμνη ή στον ποιμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμήϊος)].
Greek Monotonic
ποιμνήϊος: -η, -ον, αυτός που ανήκει σε κοπάδι ή ποίμνιο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ποιμνήϊος: предназначенный для стада, скотный (σταθμός Hom.; σηκός Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιμνήϊος -η -ον [ποίμνη] ep., kudde-:. σηκός... ποιμνήϊον omheining voor de kudde Hes. Op. 787.