στερρόνους: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που έχει σκληρό, [[δηλαδή]] αυστηρό νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερρός]], [[άλλος]] τ. του [[στερεός]]<br /><span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]], [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]], <i>οξύ</i>-[[νους]]].
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που έχει σκληρό, [[δηλαδή]] αυστηρό νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερρός]], [[άλλος]] τ. του [[στερεός]]<br /><span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]], [[νοῦς]]), [[πρβλ]]. [[βραδύνους]], [[οξύνους]]].
}}
}}

Revision as of 16:40, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρόνους Medium diacritics: στερρόνους Low diacritics: στερρόνους Capitals: ΣΤΕΡΡΟΝΟΥΣ
Transliteration A: sterrónous Transliteration B: sterronous Transliteration C: sterronous Beta Code: sterro/nous

English (LSJ)

ουν, hard-, stern-minded, Tz. ad Hes.Op.129 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

στερρόνους: ουν, ὁ ἔχων στερεὸν (γερόν), αὐστηρὸν νοῦν, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 129.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει σκληρό, δηλαδή αυστηρό νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός
+ -νους (< νόος, νοῦς), πρβλ. βραδύνους, οξύνους].