συμπεφορημένος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sumpeforhme/nos
|Beta Code=sumpeforhme/nos
|Definition=[[closely pressed together]], Gloss. Adv. <b class="b3">-ως</b> [[eclectically]], σ. γέγραφε <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>41</span>.
|Definition=[[closely pressed together]], Gloss. Adv. <b class="b3">-ως</b> [[eclectically]], σ. γέγραφε <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>41</span>.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[σφιχτά]] πιεσμένος [[μαζί]] με άλλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμπεφορημένως]] Α<br /><b>1.</b> εκλεκτικά («[[συμπεφορημένως]] γέγραφε», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> στρυμωχτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. [[συμπεφορημένος]] του <i>συμφορῶ</i> «[[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[σφιχτά]] πιεσμένος [[μαζί]] με άλλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμπεφορημένως]] Α<br /><b>1.</b> εκλεκτικά («[[συμπεφορημένως]] γέγραφε», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> στρυμωχτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. [[συμπεφορημένος]] του <i>συμφορῶ</i> «[[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]]»].
|mltxt=-η, -ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[σφιχτά]] πιεσμένος [[μαζί]] με άλλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμπεφορημένως]] Α<br /><b>1.</b> εκλεκτικά («[[συμπεφορημένως]] γέγραφε», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> στρυμωχτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. [[συμπεφορημένος]] του <i>συμφορῶ</i> «[[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]]»].
}}
}}

Revision as of 19:43, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεφορημένος Medium diacritics: συμπεφορημένος Low diacritics: συμπεφορημένος Capitals: ΣΥΜΠΕΦΟΡΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: sympephorēménos Transliteration B: sympephorēmenos Transliteration C: sympeforimenos Beta Code: sumpeforhme/nos

English (LSJ)

closely pressed together, Gloss. Adv. -ως eclectically, σ. γέγραφε Thphr.Fr.41.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
αυτός που είναι σφιχτά πιεσμένος μαζί με άλλους.
επίρρ...
συμπεφορημένως Α
1. εκλεκτικά («συμπεφορημένως γέγραφε», Θεόφρ.)
2. στρυμωχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφορημένος του συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω»].