συνδέομαι: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] (s. [[δέομαι]]), mit od. zugleich bedürfen, bitten; τινί, mit Einem, Plat. Parm. 136 e; μετὰ Θεοδότου συνεδεήθην σοῦ μὴ ποιεῖν [[ταῦτα]], Ep. III, 318 c; Sp., wie Plut. Demetr. 51.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1006.png Seite 1006]] (s. [[δέομαι]]), mit od. zugleich bedürfen, bitten; τινί, mit Einem, Plat. Parm. 136 e; μετὰ Θεοδότου συνεδεήθην σοῦ μὴ ποιεῖν [[ταῦτα]], Ep. III, 318 c; Sp., wie Plut. Demetr. 51.
}}
{{bailly
|btext=demander <i>ou</i> prier en même temps <i>ou</i> avec : σ. [[περί]] τινος se joindre à qqn pour faire une demande au sujet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδέομαι''': ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ δέομαι, παρακαλῶ, ζητῶ, σ. τινι ἵνα... Πλάτ. Παρμ. 136D· σ. τινος μὴ ποιεῖν τι Πλάτ. Ἐπιστ. 318C· τί τινος Δημ. 962. 1· σ. [[περί]] τινος Πλουτ. Καῖσ. 66.
|lstext='''συνδέομαι''': ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ δέομαι, παρακαλῶ, ζητῶ, σ. τινι ἵνα... Πλάτ. Παρμ. 136D· σ. τινος μὴ ποιεῖν τι Πλάτ. Ἐπιστ. 318C· τί τινος Δημ. 962. 1· σ. [[περί]] τινος Πλουτ. Καῖσ. 66.
}}
{{bailly
|btext=demander <i>ou</i> prier en même temps <i>ou</i> avec : σ. [[περί]] τινος se joindre à qqn pour faire une demande au sujet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δέομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδέομαι Medium diacritics: συνδέομαι Low diacritics: συνδέομαι Capitals: ΣΥΝΔΕΟΜΑΙ
Transliteration A: syndéomai Transliteration B: syndeomai Transliteration C: syndeomai Beta Code: sunde/omai

English (LSJ)

join in entreating, c. dat., Plu.Caes.66; σ. τινὶ ἵνα . . Pl.Prm.136e; σ. τινὸς μὴ ποιεῖν τι beg of him also . ., Id.Ep.318c; τί τινος something of a person, D.36.57.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. δέομαι), mit od. zugleich bedürfen, bitten; τινί, mit Einem, Plat. Parm. 136 e; μετὰ Θεοδότου συνεδεήθην σοῦ μὴ ποιεῖν ταῦτα, Ep. III, 318 c; Sp., wie Plut. Demetr. 51.

French (Bailly abrégé)

demander ou prier en même temps ou avec : σ. περί τινος se joindre à qqn pour faire une demande au sujet de qch.
Étymologie: σύν, δέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνδέομαι: ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ δέομαι, παρακαλῶ, ζητῶ, σ. τινι ἵνα... Πλάτ. Παρμ. 136D· σ. τινος μὴ ποιεῖν τι Πλάτ. Ἐπιστ. 318C· τί τινος Δημ. 962. 1· σ. περί τινος Πλουτ. Καῖσ. 66.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) παρακαλώ, ικετεύω κάποιον για κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δέομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»].

Greek Monotonic

συνδέομαι: αποθ., παρακαλώ, επαιτώ από κοινού, τινος, κάτι από κάποιον, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνδέομαι:
I вместе просить: σ. τινι Plat. просить вместе с кем-л.; μετά τινος σ. τινος μὴ ποιεῖν ταῦτα Plat. вместе с кем-л. просить кого-л. не делать этого; σ. τί τινος Dem. вместе просить о чем-л. кого-л.
II med.-pass. к συνδέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-δέομαι samen (met...) vragen of verzoeken; met dat., met μετά + gen. met iem.; met gen. (aan of van) iem.

Middle Liddell


Dep. to join in begging, τί τινος something of a person, Dem.