φρενοβλάβεια: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />atteinte à | |btext=ας (ἡ) :<br />atteinte à l'intelligence, folie, démence.<br />'''Étymologie:''' [[φρενοβλαβής]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:40, 5 September 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, damage of the understanding, madness, folly, D.H.5.9, Ph.2.49, Luc.Syr.D.18, Cat.Cod.Astr.2.174.
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, Verletzung am Verstande, Wahnsinn, Unsinn, Thorheit, Luc. dea syr. 18.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοβλάβεια: ἡ, ἡ τῶν φρενῶν βλάβη, παραφροσύνη, μανία, τρέλλα, Διονύσ. Ἁλ. 5. 9, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 18, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
atteinte à l'intelligence, folie, démence.
Étymologie: φρενοβλαβής.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και φρενοβλαβία ΜΑ, και ποιητ. τ. φρενοβλαβίη Α φρενοβλαβής
βλάβη της διανοητικής λειτουργίας, παραφροσύνη, τρέλα
αρχ.
εκδήλωση μανίας, τρέλας («τὸν ἐπὶ ταῖς ἀνωτάτω φρενοβλαβείαις γέλωτα», Κύριλλ.).
Greek Monotonic
φρενοβλάβεια: ἡ, ζημιά στο μυαλό, τρέλα, αφροσύνη, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φρενοβλάβεια: ἡ помешательство, безумие Luc.
Middle Liddell
φρενοβλάβεια, ἡ,
damage of the understanding, madness, folly, Luc. [from φρενοβλᾰβής]