χύλισμα: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[χυλίζω]]<br />[[εκχύλισμα]] (α. «διττὸν δὲ ἐστὶ τὸ [[εἶδος]] τοῦ χυλίσματος», <b>Διοσκ.</b><br />β. «ἀκακίας [[χύλισμα]]», Ορειβ.). | |mltxt=τὸ, ΜΑ [[χυλίζω]]<br />[[εκχύλισμα]] (α. «διττὸν δὲ ἐστὶ τὸ [[εἶδος]] τοῦ χυλίσματος», <b>Διοσκ.</b><br />β. «ἀκακίας [[χύλισμα]]», Ορειβ.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>ausgezogener [[Pflanzensaft]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:37, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, the extracted juice of plants, Thphr. HP9.8.3, Dsc.3.19, Eup.1.35, Zopyr. ap. Orib.14.64.3, Archig. ap. Gal.12.855.
Greek (Liddell-Scott)
χύλισμα: [ῡ], τό, ὁ ἐξαχθεὶς ἐκ φυτοῦ χυλός, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ χυλίζω
εκχύλισμα (α. «διττὸν δὲ ἐστὶ τὸ εἶδος τοῦ χυλίσματος», Διοσκ.
β. «ἀκακίας χύλισμα», Ορειβ.).
German (Pape)
τό, ausgezogener Pflanzensaft, Sp.