διαλύτης: Difference between revisions
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dialu/ths | |Beta Code=dialu/ths | ||
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, [[dissolver]], [[breaker-up]], τῆς ἑταιρίας <span class="bibl">Th.3.82</span>; εἰρήνης <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>1.14</span>. | |Definition=[ῠ], ου, ὁ, [[dissolver]], [[breaker-up]], τῆς ἑταιρίας <span class="bibl">Th.3.82</span>; εἰρήνης <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>1.14</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[condonante]], [[que perdona]] una deuda ὁ μέγας τῶν χρεῶν δ. ref. a Dios, Gr.Naz.<i>Ep</i>.69.<br /><b class="num">2</b> [[que destruye]], [[que acaba con]] τῆς ἑνώσεως Dam.<i>in Prm</i>.265. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαλύτης''': -ου [ῠ], ὁ, ὁ διαλύων, τῆς ἑταιρείας Θουκ. 3. 82. Οὐχὶ διαλυτής, ὡς ἐπιλύτης, [[καταλύτης]], προλύτης, κλπ. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 430-435. | |lstext='''διαλύτης''': -ου [ῠ], ὁ, ὁ διαλύων, τῆς ἑταιρείας Θουκ. 3. 82. Οὐχὶ διαλυτής, ὡς ἐπιλύτης, [[καταλύτης]], προλύτης, κλπ. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 430-435. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:55, 1 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, dissolver, breaker-up, τῆς ἑταιρίας Th.3.82; εἰρήνης Procop.Pers.1.14.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 condonante, que perdona una deuda ὁ μέγας τῶν χρεῶν δ. ref. a Dios, Gr.Naz.Ep.69.
2 que destruye, que acaba con τῆς ἑνώσεως Dam.in Prm.265.
Greek (Liddell-Scott)
διαλύτης: -ου [ῠ], ὁ, ὁ διαλύων, τῆς ἑταιρείας Θουκ. 3. 82. Οὐχὶ διαλυτής, ὡς ἐπιλύτης, καταλύτης, προλύτης, κλπ. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 430-435.
Greek Monolingual
ο (AM διαλύτης)
νεοελλ.
οι διαλύτες χημ.
σώματα που διαλύουν άλλα χωρίς να προκαλείται αντίδραση (σε λανθασμένη μορφή).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλύτης -ου, ὁ [διαλύω] verrader.