διαλύτης: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dialu/ths
|Beta Code=dialu/ths
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, [[dissolver]], [[breaker-up]], τῆς ἑταιρίας <span class="bibl">Th.3.82</span>; εἰρήνης <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>1.14</span>.
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, [[dissolver]], [[breaker-up]], τῆς ἑταιρίας <span class="bibl">Th.3.82</span>; εἰρήνης <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>1.14</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[condonante]], [[que perdona]] una deuda ὁ μέγας τῶν χρεῶν δ. ref. a Dios, Gr.Naz.<i>Ep</i>.69.<br /><b class="num">2</b> [[que destruye]], [[que acaba con]] τῆς ἑνώσεως Dam.<i>in Prm</i>.265.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλύτης''': -ου [ῠ], ὁ, ὁ διαλύων, τῆς ἑταιρείας Θουκ. 3. 82. Οὐχὶ διαλυτής, ὡς ἐπιλύτης, [[καταλύτης]], προλύτης, κλπ. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 430-435.
|lstext='''διαλύτης''': -ου [ῠ], ὁ, ὁ διαλύων, τῆς ἑταιρείας Θουκ. 3. 82. Οὐχὶ διαλυτής, ὡς ἐπιλύτης, [[καταλύτης]], προλύτης, κλπ. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 430-435.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[condonante]], [[que perdona]] una deuda ὁ μέγας τῶν χρεῶν δ. ref. a Dios, Gr.Naz.<i>Ep</i>.69.<br /><b class="num">2</b> [[que destruye]], [[que acaba con]] τῆς ἑνώσεως Dam.<i>in Prm</i>.265.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλύτης Medium diacritics: διαλύτης Low diacritics: διαλύτης Capitals: ΔΙΑΛΥΤΗΣ
Transliteration A: dialýtēs Transliteration B: dialytēs Transliteration C: dialytis Beta Code: dialu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, dissolver, breaker-up, τῆς ἑταιρίας Th.3.82; εἰρήνης Procop.Pers.1.14.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 condonante, que perdona una deuda ὁ μέγας τῶν χρεῶν δ. ref. a Dios, Gr.Naz.Ep.69.
2 que destruye, que acaba con τῆς ἑνώσεως Dam.in Prm.265.

Greek (Liddell-Scott)

διαλύτης: -ου [ῠ], ὁ, ὁ διαλύων, τῆς ἑταιρείας Θουκ. 3. 82. Οὐχὶ διαλυτής, ὡς ἐπιλύτης, καταλύτης, προλύτης, κλπ. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 430-435.

Greek Monolingual

ο (AM διαλύτης)
νεοελλ.
οι διαλύτες χημ.
σώματα που διαλύουν άλλα χωρίς να προκαλείται αντίδραση (σε λανθασμένη μορφή).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλύτης -ου, ὁ [διαλύω] verrader.