διπλασιαστικός: Difference between revisions
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διπλασιαστικός]], -ή, -όν) [[διπλασιάζω]]<br />αυτός που προκαλεί διπλασιασμό ή συντελεί σ' αυτόν. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[διπλασιαστικός]], -ή, -όν) [[διπλασιάζω]]<br />αυτός που προκαλεί διπλασιασμό ή συντελεί σ' αυτόν. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>zum Verdoppeln [[geneigt]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for doubling, Alex.Aphr. in Metaph.756.24.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que multiplica por dos, δυάς Alex.Aphr.in Metaph.756.24, cf. Dam.in Prm.168.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διπλασιαστικός, -ή, -όν) διπλασιάζω
αυτός που προκαλεί διπλασιασμό ή συντελεί σ' αυτόν.
German (Pape)
ή, όν, zum Verdoppeln geneigt, Sp.