θοάς: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θοάς]] f. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] [[ἀλλά]] σε πρὸς [[Διός]], ἱπποσόα [[θοάς]], [[ἱκετεύω]] (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.7)
|sltr=[[θοάς]] f. adj., [[swift]] [[ἀλλά]] σε πρὸς [[Διός]], ἱπποσόα [[θοάς]], [[ἱκετεύω]] (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.7)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θοάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) (αμφβλ. γρφ. στον <b>Πίνδ.</b>) αυτή που σπεύδει, η γρήγορη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> θηλ. του [[θοός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θέω</i>].
|mltxt=[[θοάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) (αμφβλ. γρφ. στον <b>Πίνδ.</b>) αυτή που σπεύδει, η γρήγορη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> θηλ. του [[θοός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θέω</i>].
}}
}}

Revision as of 11:29, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοάς Medium diacritics: θοάς Low diacritics: θοάς Capitals: ΘΟΑΣ
Transliteration A: thoás Transliteration B: thoas Transliteration C: thoas Beta Code: qoa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, fem. Adj. fleet, swift, prob. in Pi.Fr.107.7.

English (Slater)

θοάς f. adj., swift ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.7)

Greek Monolingual

θοάς, -άδος, ἡ (Α) (αμφβλ. γρφ. στον Πίνδ.) αυτή που σπεύδει, η γρήγορη.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του θοός < θέω].