καταφρονητής: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katafronhth/s | |Beta Code=katafronhth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, [[despiser]], νόμων <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.7.33</span>; θανάτου <span class="bibl">Plu.<span class="title">Brut.</span>12</span>; πλούτου <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.8.3</span>: abs., <span class="bibl">LXX <span class="title">Hb.</span>1.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ze.</span>3.4</span>, <span class="bibl">Vett.Val.47.33</span>. | |Definition=οῦ, ὁ, [[despiser]], νόμων <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.7.33</span>; θανάτου <span class="bibl">Plu.<span class="title">Brut.</span>12</span>; πλούτου <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.8.3</span>: abs., <span class="bibl">LXX <span class="title">Hb.</span>1.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ze.</span>3.4</span>, <span class="bibl">Vett.Val.47.33</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui méprise, contempteur de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[καταφρονέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταφρονητής''': -οῦ, ὁ, ὁ καταφρονῶν, ἀντίθ, τῷ [[θαυμαστής]], Πλουτ. Βροῦτ. 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 3· εὐλαβεῖς καὶ μὴ καταφρονητὰς τοὺς υἱοὺς ποιήσατε Νείλ. Ἐπιστολ. σ. 267. | |lstext='''καταφρονητής''': -οῦ, ὁ, ὁ καταφρονῶν, ἀντίθ, τῷ [[θαυμαστής]], Πλουτ. Βροῦτ. 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 3· εὐλαβεῖς καὶ μὴ καταφρονητὰς τοὺς υἱοὺς ποιήσατε Νείλ. Ἐπιστολ. σ. 267. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer |
Revision as of 21:48, 1 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, despiser, νόμων Arr.Epict.4.7.33; θανάτου Plu.Brut.12; πλούτου J.BJ2.8.3: abs., LXX Hb.1.5, Ze.3.4, Vett.Val.47.33.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui méprise, contempteur de, gén..
Étymologie: καταφρονέω.
Greek (Liddell-Scott)
καταφρονητής: -οῦ, ὁ, ὁ καταφρονῶν, ἀντίθ, τῷ θαυμαστής, Πλουτ. Βροῦτ. 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 3· εὐλαβεῖς καὶ μὴ καταφρονητὰς τοὺς υἱοὺς ποιήσατε Νείλ. Ἐπιστολ. σ. 267.
English (Thayer)
καταφρονητου, ὁ (καταφρονέω), a despiser: Philo, leg. ad Gaium § 41; Josephus, Antiquities 6,14, 4; b. j. 2,8, 3; Plutarch, Brut. 12, and in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
και καταφρονετής, ό, θηλ. καταφρονήτρια (AM καταφρονητής) καταφρονώ
αυτός που καταφρονεί, που περιφρονεί
μσν.
ασεβής.
Greek Monotonic
καταφρονητής: -οῦ, ὁ, αυτός που περιφρονεί, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφρονητής -οῦ, ὁ [καταφρονέω] minachter:. θανάτου van de dood Plut. Br. 12.1.
Russian (Dvoretsky)
καταφρονητής: οῦ ὁ презиратель Plut., NT.
Middle Liddell
καταφρονητής, οῦ, [from καταφρονέω
a despiser, Plut.
Chinese
原文音譯:katafronht»j 卡他-弗羅尼帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-意向(者)
字義溯源:輕慢者,嘲笑者;源自(καταφρονέω)=有反感),由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(φρονέω)=想著)組成;而 (φρονέω)出自(φρήν)*=心思)
同源字:1) (καταφρονέω)有反感,輕視 2) (καταφρονητής)輕慢者 3) (φρονέω)想著
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 輕慢的人(1) 徒13:41