κοινισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1467.png Seite 1467]] ὁ, Beimischung mehrerer Mundarten im Sprechen od. Schreiben, Quintil. 8, 3, 59.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1467.png Seite 1467]] ὁ, Beimischung mehrerer Mundarten im Sprechen od. Schreiben, Quintil. 8, 3, 59.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινισμός:''' ὁ [[смешение разных диалектов]] Quint.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινισμός]], ὁ (Α)<br />η [[ανάμιξη]] διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει [[κάποιος]] στη [[γραφή]] ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] ([[πρβλ]]. φρ. [[κοινή]] [[διάλεκτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ισμός</i> ([[πρβλ]]. [[εθνικισμός]], [[ψιμυθισμός]])].
|mltxt=[[κοινισμός]], ὁ (Α)<br />η [[ανάμιξη]] διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει [[κάποιος]] στη [[γραφή]] ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] ([[πρβλ]]. φρ. [[κοινή]] [[διάλεκτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ισμός</i> ([[πρβλ]]. [[εθνικισμός]], [[ψιμυθισμός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κοινισμός:''' ὁ [[смешение разных диалектов]] Quint.
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινισμός Medium diacritics: κοινισμός Low diacritics: κοινισμός Capitals: ΚΟΙΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: koinismós Transliteration B: koinismos Transliteration C: koinismos Beta Code: koinismo/s

English (LSJ)

ὁ, mixture of dialects, v.l. in Quint.8.3.59.

German (Pape)

[Seite 1467] ὁ, Beimischung mehrerer Mundarten im Sprechen od. Schreiben, Quintil. 8, 3, 59.

Russian (Dvoretsky)

κοινισμός:смешение разных диалектов Quint.

Greek (Liddell-Scott)

κοινισμός: ὁ, ἀνάμιξις διαφόρων διαλέκτων, Κοϊντιλ. 8. 3, 59.

Greek Monolingual

κοινισμός, ὁ (Α)
η ανάμιξη διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει κάποιος στη γραφή ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός (πρβλ. φρ. κοινή διάλεκτος) + -ισμός (πρβλ. εθνικισμός, ψιμυθισμός)].