λυσίπονος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=lusi/ponos | |Beta Code=lusi/ponos | ||
|Definition=ον, [[releasing from toil]], [[labour-lightening]], θεράποντες <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.41</span>; <b class="b3">λ. τελευτά</b> death [[that frees from care]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>131.1</span>. | |Definition=ον, [[releasing from toil]], [[labour-lightening]], θεράποντες <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.41</span>; <b class="b3">λ. τελευτά</b> death [[that frees from care]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>131.1</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui délivre des chagrins <i>ou</i> des soucis (mort, sommeil, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[πόνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῡσίπονος''': -ον, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ κόπου, ἀνακουφίζων τὸν κόπον, θεράποντες Πινδ. Π. 4. 72· λ. τελευτά, ὁ [[θάνατος]] ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96. | |lstext='''λῡσίπονος''': -ον, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ κόπου, ἀνακουφίζων τὸν κόπον, θεράποντες Πινδ. Π. 4. 72· λ. τελευτά, ὁ [[θάνατος]] ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, releasing from toil, labour-lightening, θεράποντες Pi.P.4.41; λ. τελευτά death that frees from care, Id.Fr.131.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui délivre des chagrins ou des soucis (mort, sommeil, etc.).
Étymologie: λύω, πόνος.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίπονος: -ον, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ κόπου, ἀνακουφίζων τὸν κόπον, θεράποντες Πινδ. Π. 4. 72· λ. τελευτά, ὁ θάνατος ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λυσίπονος, -ον)
αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον
κολλύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόνος (πρβλ. δορίπονος, παυσίπονος)].
Greek Monotonic
λῡσίπονος: [ῐ], -ον, αυτός που ανακουφίζει από τον μόχθο, που λυτρώνει από τον κόπο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
λῡσίπονος: (ῐ) освобождающий от трудов (θεράποντες Pind.; ὕπνος Anth.).
Middle Liddell
λῡσί-πονος, ον
releasing from toil, Pind.