μελιτερπής: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] ές, honigsüß ergötzend, [[μολπή]], Simonds. 49 (VII, 25).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] ές, honigsüß ergötzend, [[μολπή]], Simonds. 49 (VII, 25).
}}
{{elru
|elrutext='''μελῐτερπής:''' [[отрадный как мед]], [[усладительный]] ([[μολπή]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελιτερπής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το [[μέλι]] ή αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («μολπῆς μελιτερπέος», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]]), <i>θεο</i>-<i>τερπής</i>, <i>θυμο</i>-<i>τερπής</i>].
|mltxt=[[μελιτερπής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το [[μέλι]] ή αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («μολπῆς μελιτερπέος», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]]), <i>θεο</i>-<i>τερπής</i>, <i>θυμο</i>-<i>τερπής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''μελῐτερπής:''' [[отрадный как мед]], [[усладительный]] ([[μολπή]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτερπής Medium diacritics: μελιτερπής Low diacritics: μελιτερπής Capitals: ΜΕΛΙΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: meliterpḗs Transliteration B: meliterpēs Transliteration C: meliterpis Beta Code: meliterph/s

English (LSJ)

ές, honey-sweet, μολπή Simon.184.9.

German (Pape)

[Seite 124] ές, honigsüß ergötzend, μολπή, Simonds. 49 (VII, 25).

Russian (Dvoretsky)

μελῐτερπής: отрадный как мед, усладительный (μολπή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτερπής: -ές, γλυκὺς ὡς τὸ μέλι, μολπὴ Σιμων. 116. 9.

Greek Monolingual

μελιτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -τερπής (< τέρπω), θεο-τερπής, θυμο-τερπής].