μεταπέταμαι: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μεταπέτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπέταμαι''': ἢ -[[πέτομαι]], [[πέτομαι]] εἰς ἄλλον τόπον, [[ἀφίπταμαι]], ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.
|lstext='''μεταπέταμαι''': ἢ -[[πέτομαι]], [[πέτομαι]] εἰς ἄλλον τόπον, [[ἀφίπταμαι]], ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μεταπέτομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπέταμαι Medium diacritics: μεταπέταμαι Low diacritics: μεταπέταμαι Capitals: ΜΕΤΑΠΕΤΑΜΑΙ
Transliteration A: metapétamai Transliteration B: metapetamai Transliteration C: metapetamai Beta Code: metape/tamai

English (LSJ)

or μετα-πέτομαι, fly to another place, fly away, ἀπὸ… εἰςLuc.Hist.Conscr.50.

German (Pape)

[Seite 152] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.

French (Bailly abrégé)

c. μεταπέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπέταμαι: ἢ -πέτομαι, πέτομαι εἰς ἄλλον τόπον, ἀφίπταμαι, ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.

Greek Monolingual

μεταπέταμαι και μεταπέτομαι (ΑΜ)
πετώ μακριά σε άλλο τόπο, απομακρύνομαι πετώντας.

Greek Monotonic

μεταπέταμαι: ή -πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην, αποθ., πετώ σε άλλον τόπο, πετώ μακριά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπέταμαι: Luc. v.l. = μεταπέτομαι.

Middle Liddell

or -πέτομαι fut. -πτήσομαι aor2 -επτάμην
Dep. to fly to another place, fly away, Luc.