μοχθήεις: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοχθήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, [[επίπονος]], [[επίμοχθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόχθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ονειρ</i>-<i>ήεις</i>)].
|mltxt=[[μοχθήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, [[επίπονος]], [[επίμοχθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόχθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> ([[πρβλ]]. [[ονειρήεις]])].
}}
}}

Revision as of 08:38, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχθήεις Medium diacritics: μοχθήεις Low diacritics: μοχθήεις Capitals: ΜΟΧΘΗΕΙΣ
Transliteration A: mochthḗeis Transliteration B: mochthēeis Transliteration C: mochthieis Beta Code: moxqh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, = μοχθηρός, Nic.Al.617.

German (Pape)

[Seite 212] εσσα, εν, p. = μοχθηρός, Nic. Al. 538 (616), Schol. erkl. ἐπίπονος.

Greek (Liddell-Scott)

μοχθήεις: εσσα, εν, = μοχθηρός, Σοφ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 616.

Greek Monolingual

μοχθήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, επίπονος, επίμοχθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόχθος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. ονειρήεις)].