ναυπρύτανις: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ναυπρῠτᾰνις</b> f. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[ruling]] ships κατερεῖς [[πόθεν]] ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. ὦ [[Αἴγινα]]: the [[genius]] [[for]] [[your]] [[mastery]] of ships ) (Pae. 6.130)
|sltr=<b>ναυπρῠτᾰνις</b> f. adj., [[ruling]] ships κατερεῖς [[πόθεν]] ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. ὦ [[Αἴγινα]]: the [[genius]] [[for]] [[your]] [[mastery]] of ships ) (Pae. 6.130)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναυπρύτανις]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διοικεί τα πλοία<br /><b>2.</b> (για θεό) αυτός που [[είναι]] [[κυρίαρχος]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πρύτανις]].
|mltxt=[[ναυπρύτανις]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διοικεί τα πλοία<br /><b>2.</b> (για θεό) αυτός που [[είναι]] [[κυρίαρχος]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πρύτανις]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπρύτᾰνις Medium diacritics: ναυπρύτανις Low diacritics: ναυπρύτανις Capitals: ΝΑΥΠΡΥΤΑΝΙΣ
Transliteration A: nauprýtanis Transliteration B: nauprytanis Transliteration C: nafprytanis Beta Code: naupru/tanis

English (LSJ)

[ῠ], ιος, ὁ, ruling ships or the sea, δαίμων Pi. Pae.6.130.

English (Slater)

ναυπρῠτᾰνις f. adj., ruling ships κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. ὦ Αἴγινα: the genius for your mastery of ships ) (Pae. 6.130)

Greek Monolingual

ναυπρύτανις, ὁ (Α)
1. αυτός που διοικεί τα πλοία
2. (για θεό) αυτός που είναι κυρίαρχος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πρύτανις.