ἐξογκόω: Difference between revisions
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] auf-, anschwellen, μητέρα τάφῳ, d. i. der Mutter einen Grabhügel erhöhen u. sie dadurch ehren, Eur. Or. 402. – Pass., anschwellen, übervoll werden, τραπέζαις, sich mit Speisen überladen, Eur. Suppl. 888, wofür Ath. VI, 250 f τραπέζας lies't, mit Speisen anfüllen; πάντα ἐξόγκωτο, dem ἐβέβυστο entsprechend, Her. 6, 125; übertr., sich aufblähen, sich brüsten, ἐξωγκωμένοι τινί Eur. Andr. 704, wie Her. 6, 126 u. Sp. – Τὰ ἐξωγκωμένα, das Glück, Eur. I. A. 921, vom Segel hergenommen, welches durch günstigen Wind geschwellt wird. – Med., ἐξογκώσασθαί τι, sich prahlend äußern, Ath. VII, 290 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] auf-, anschwellen, μητέρα τάφῳ, d. i. der Mutter einen Grabhügel erhöhen u. sie dadurch ehren, Eur. Or. 402. – Pass., anschwellen, übervoll werden, τραπέζαις, sich mit Speisen überladen, Eur. Suppl. 888, wofür Ath. VI, 250 f τραπέζας lies't, mit Speisen anfüllen; πάντα ἐξόγκωτο, dem ἐβέβυστο entsprechend, Her. 6, 125; übertr., sich aufblähen, sich brüsten, ἐξωγκωμένοι τινί Eur. Andr. 704, wie Her. 6, 126 u. Sp. – Τὰ ἐξωγκωμένα, das Glück, Eur. I. A. 921, vom Segel hergenommen, welches durch günstigen Wind geschwellt wird. – Med., ἐξογκώσασθαί τι, sich prahlend äußern, Ath. VII, 290 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐξώγκωσα, <i>pf. Pass.</i> ἐξώγκωμαι;<br />faire enfler, gonfler ; <i>Pass.</i> être gonflé <i>ou</i> chargé (de broderies, d'ornements) ; <i>fig.</i> se glorifier : τινι de qch ; τὰ ἐξωγκωμένα EUR la prospérité (<i>litt.</i> les voiles gonflées par un vent favorable);<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐξογκόομαι]], [[ἐξογκοῦμαι]] se gonfler, s'enfler, croître.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀγκόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξογκόω''': [[κάμνω]] τι ὀγκῶδες, φουσκώνω, ὑψώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· μεταφ., ἐν ᾗ (ἡμέρᾳ) τάλαιναν μητέρ’ ἐξώγκουν τάφῳ, «ἔθαπτον» (Ἡσύχ.), Εὐρ. Ὀρφ. 402, πρβλ. τὴν ἑπομ. λέξιν. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ὀγκώδης]], ἐξογκοῦμαι, πάντα ἐξώγκωτο, περὶ τοῦ Ἀλκμέωνος, [[ὅστις]] ὠφελούμενος ἐκ τῆς δωρεᾶς τοῦ Κροίσου ἔλαβεν ἐκ τοῦ θησαυροῦ [[αὐτοῦ]] ὅσον χρυσὸν ἠδυνήθη νὰ σηκώσῃ [[ἐπάνω]] του, πληρώσας ἐξ [[αὐτοῦ]] τοὺς κόλπους τῶν ἱματίων του καὶ τοὺς μεγάλους κοθόρνους οὓς ἐπίτηδες ἐφόρεσεν, Ἡρόδ. 6. 125· τραπέζαις ἐξογκοῦσθαι, ὑπερπληροῦσθαι, ἐσθίειν [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]], Εὐρ. Ἱκ. 864· μεταφ., «φουσκώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], πάτρῃ ἐξωγκωμένοι Ἡρόδ. 6. 126· σὺ σός τ’ ἀδελφὸς ἐξωγκωμένος Εὐρ. Ἀνδρ. 703· μετρίως τε χαίρειν τοῖσιν ἐξωγκωμένοις, ἐν ταῖς μεγάλαις εὐτυχίαις, ὁ αὐτ. Ι. Α. 921· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. μέλλ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππ. 938, πρβλ. Ἀθήν. 920Α. | |lstext='''ἐξογκόω''': [[κάμνω]] τι ὀγκῶδες, φουσκώνω, ὑψώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· μεταφ., ἐν ᾗ (ἡμέρᾳ) τάλαιναν μητέρ’ ἐξώγκουν τάφῳ, «ἔθαπτον» (Ἡσύχ.), Εὐρ. Ὀρφ. 402, πρβλ. τὴν ἑπομ. λέξιν. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ὀγκώδης]], ἐξογκοῦμαι, πάντα ἐξώγκωτο, περὶ τοῦ Ἀλκμέωνος, [[ὅστις]] ὠφελούμενος ἐκ τῆς δωρεᾶς τοῦ Κροίσου ἔλαβεν ἐκ τοῦ θησαυροῦ [[αὐτοῦ]] ὅσον χρυσὸν ἠδυνήθη νὰ σηκώσῃ [[ἐπάνω]] του, πληρώσας ἐξ [[αὐτοῦ]] τοὺς κόλπους τῶν ἱματίων του καὶ τοὺς μεγάλους κοθόρνους οὓς ἐπίτηδες ἐφόρεσεν, Ἡρόδ. 6. 125· τραπέζαις ἐξογκοῦσθαι, ὑπερπληροῦσθαι, ἐσθίειν [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]], Εὐρ. Ἱκ. 864· μεταφ., «φουσκώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], πάτρῃ ἐξωγκωμένοι Ἡρόδ. 6. 126· σὺ σός τ’ ἀδελφὸς ἐξωγκωμένος Εὐρ. Ἀνδρ. 703· μετρίως τε χαίρειν τοῖσιν ἐξωγκωμένοις, ἐν ταῖς μεγάλαις εὐτυχίαις, ὁ αὐτ. Ι. Α. 921· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. μέλλ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππ. 938, πρβλ. Ἀθήν. 920Α. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:20, 2 October 2022
English (LSJ)
heap up, σπλῆνας (compresses), Hp.Art.14: metaph., μητέρα τάφῳ ἐξογκοῦν honour her by raising a tomb, E.Or. 402, cf. ἐξόγκωμα:—Pass., to be swelled out, πάντα ἐξώγκωτο, of Alcmeon with his garments stuffed with gold-dust, Hdt.6.125, cf. Arr. Tact.35.4; τραπέζαις ἐξογκοῦσθαι to be a luxurious liver, E.Supp.864: metaph., to be puffed up, be elated, be proud, πάτρῃ ἐξωγκωμένοι Hdt.6.126; σὺ σός τ' ἀδελφὸς ἐξωγκωμένοι E.Andr.703; τὰ ἐξωγκωμένα full-sailed prosperity, Id.IA921; ὑπὸ φθόνου καὶ λύττης πρὸς τὸν ἐμφύλιον ἐξώγκωτο πόλεμον Eun.Hist.p.222 D.:—Med., fut., E.Hipp.938: aor., ἐξωγκώσατο Ath.7.290a.
German (Pape)
[Seite 884] auf-, anschwellen, μητέρα τάφῳ, d. i. der Mutter einen Grabhügel erhöhen u. sie dadurch ehren, Eur. Or. 402. – Pass., anschwellen, übervoll werden, τραπέζαις, sich mit Speisen überladen, Eur. Suppl. 888, wofür Ath. VI, 250 f τραπέζας lies't, mit Speisen anfüllen; πάντα ἐξόγκωτο, dem ἐβέβυστο entsprechend, Her. 6, 125; übertr., sich aufblähen, sich brüsten, ἐξωγκωμένοι τινί Eur. Andr. 704, wie Her. 6, 126 u. Sp. – Τὰ ἐξωγκωμένα, das Glück, Eur. I. A. 921, vom Segel hergenommen, welches durch günstigen Wind geschwellt wird. – Med., ἐξογκώσασθαί τι, sich prahlend äußern, Ath. VII, 290 a.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐξώγκωσα, pf. Pass. ἐξώγκωμαι;
faire enfler, gonfler ; Pass. être gonflé ou chargé (de broderies, d'ornements) ; fig. se glorifier : τινι de qch ; τὰ ἐξωγκωμένα EUR la prospérité (litt. les voiles gonflées par un vent favorable);
Moy. ἐξογκόομαι, ἐξογκοῦμαι se gonfler, s'enfler, croître.
Étymologie: ἐξ, ὀγκόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξογκόω: κάμνω τι ὀγκῶδες, φουσκώνω, ὑψώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· μεταφ., ἐν ᾗ (ἡμέρᾳ) τάλαιναν μητέρ’ ἐξώγκουν τάφῳ, «ἔθαπτον» (Ἡσύχ.), Εὐρ. Ὀρφ. 402, πρβλ. τὴν ἑπομ. λέξιν. - Παθ., γίνομαι ὀγκώδης, ἐξογκοῦμαι, πάντα ἐξώγκωτο, περὶ τοῦ Ἀλκμέωνος, ὅστις ὠφελούμενος ἐκ τῆς δωρεᾶς τοῦ Κροίσου ἔλαβεν ἐκ τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ ὅσον χρυσὸν ἠδυνήθη νὰ σηκώσῃ ἐπάνω του, πληρώσας ἐξ αὐτοῦ τοὺς κόλπους τῶν ἱματίων του καὶ τοὺς μεγάλους κοθόρνους οὓς ἐπίτηδες ἐφόρεσεν, Ἡρόδ. 6. 125· τραπέζαις ἐξογκοῦσθαι, ὑπερπληροῦσθαι, ἐσθίειν ὑπὲρ τὸ δέον, Εὐρ. Ἱκ. 864· μεταφ., «φουσκώνω», ὑπερηφανεύομαι, πάτρῃ ἐξωγκωμένοι Ἡρόδ. 6. 126· σὺ σός τ’ ἀδελφὸς ἐξωγκωμένος Εὐρ. Ἀνδρ. 703· μετρίως τε χαίρειν τοῖσιν ἐξωγκωμένοις, ἐν ταῖς μεγάλαις εὐτυχίαις, ὁ αὐτ. Ι. Α. 921· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. μέλλ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππ. 938, πρβλ. Ἀθήν. 920Α.
Greek Monotonic
ἐξογκόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι να πρηστεί, να φουσκώσει· μεταφ., μητέρα τάφῳ ἐξογκοῦν, την τίμησαν υψώνοντας τύμβο, σε Ευρ. — Παθ., γίνομαι ογκώδης, πάντα ἐξώγκωτο, είχε όλα τα ρούχα του, στον ίδ., Ευρ.· τὰ ἐξωγκωμένα, ολοκληρωτική ευημερία, στον ίδ.· ομοίως και στον Μέσ. μέλ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξογκόω: (aor. ἐξώγκωσα, pf. pass. ἐξώγκωμαι) вздувать, раздувать: ἐ. τινα τάφῳ Eur. возводить над чьей-л. могилой курган; τινὶ ἐ. ἑαυτόν Plut. и pass. Her., Eur. гордиться, кичиться чем-л.; pass. разбухать, переполняться: πάντα ἐξώγκωτο Her. (на Алкмеоне) все было набито (золотом); τραπέζαις ἐ. Eur. есть доотвала; τὰ ἐξωγκωμένα Eur. процветание, счастье (точнее надутые попутным ветром паруса).
Middle Liddell
fut. ώσω
to make to swell: metaph., μητέρα τάφῳ ἐξογκοῦν to honour her by raising a tomb, Eur.: Pass. to be swelled out, πάντα ἐξώγκωτο he had all his garments stuffed out, Hdt.:—metaph. to be puffed up, elated, Hdt., Eur.; τὰ ἐξωγκωμένα full-sailed prosperity, Eur.; so in fut. mid., Eur.