ἐπίγρυπος: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0934.png Seite 934]] etwas eingebogen, [[πρόσωπον]], vom Schnabel des Ibis, Her. 2, 76; bes. von der Nase, Plat. Euthyphr. 2 b Phaedr. 253 d u. Folgde, z. B. Arist. H. A. 2, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0934.png Seite 934]] etwas eingebogen, [[πρόσωπον]], vom Schnabel des Ibis, Her. 2, 76; bes. von der Nase, Plat. Euthyphr. 2 b Phaedr. 253 d u. Folgde, z. B. Arist. H. A. 2, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />légèrement crochu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γρυπός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίγρῡπος''': -ον, ὀλίγον [[γρυπός]], [[κυρτός]], περὶ τοῦ ῥάμφους τῆς ἴβιδος, Ἡρόδ. 2. 76· περὶ τοῦ ἀγρίου βοός, ἐπίγρυποι (οἱ [[ἄγριοι]] βόες) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22· ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ [[πάνυ]] εὐγένειον ἐπίγρυπον δὲ Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, Φαῖδρ. 253D.
|lstext='''ἐπίγρῡπος''': -ον, ὀλίγον [[γρυπός]], [[κυρτός]], περὶ τοῦ ῥάμφους τῆς ἴβιδος, Ἡρόδ. 2. 76· περὶ τοῦ ἀγρίου βοός, ἐπίγρυποι (οἱ [[ἄγριοι]] βόες) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22· ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ [[πάνυ]] εὐγένειον ἐπίγρυπον δὲ Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, Φαῖδρ. 253D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />légèrement crochu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γρυπός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίγρῡπος Medium diacritics: ἐπίγρυπος Low diacritics: επίγρυπος Capitals: ΕΠΙΓΡΥΠΟΣ
Transliteration A: epígrypos Transliteration B: epigrypos Transliteration C: epigrypos Beta Code: e)pi/grupos

English (LSJ)

ον, somewhat hooked, of the beak of the ibis, Hdt.2.76; of the muzzle of the βοῦς ἄγριος, Arist.HA499a7; of horses and men, somewhat hook-nosed, Pl.Phdr.253d, Euthphr.2b, PPetr.3p.7, al. (iii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 934] etwas eingebogen, πρόσωπον, vom Schnabel des Ibis, Her. 2, 76; bes. von der Nase, Plat. Euthyphr. 2 b Phaedr. 253 d u. Folgde, z. B. Arist. H. A. 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
légèrement crochu.
Étymologie: ἐπί, γρυπός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγρῡπος: -ον, ὀλίγον γρυπός, κυρτός, περὶ τοῦ ῥάμφους τῆς ἴβιδος, Ἡρόδ. 2. 76· περὶ τοῦ ἀγρίου βοός, ἐπίγρυποι (οἱ ἄγριοι βόες) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22· ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ πάνυ εὐγένειον ἐπίγρυπον δὲ Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, Φαῖδρ. 253D.

Greek Monolingual

ἐπίγρυπος, -ον (AM)
(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γαμψή μύτη
αρχ.
(για μύτη ή ράμφος) κάπως, αρκετά κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γρυπός «γαμψός»].

Greek Monotonic

ἐπίγρῡπος: -ον, κάπως αγκιστροειδής, αγκυλωτός, λέγεται για το ράμφος της ίβιδος (γένος πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίγρῡπος:
1) слегка изогнутый (ῥίς Arst.): πρόσωπον ἐς τὰ μάλιστα ἐπίγρυπον Her. сильно изогнутый клюв (ибиса);
2) горбоносый (ἵππος, Μέλητος Plat.; βοῦς ἄγριος Arst.).

Middle Liddell

ἐπί-γρῡπος, ον
somewhat hooked, of the beak of the ibis, Hdt.; of men, Plat.