ἀνεμφάνιστος: Difference between revisions
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nemfa/nistos | |Beta Code=a)nemfa/nistos | ||
|Definition=ον, [[without formal notification]], [[δωρεαί]], opp. [[ἐμφανεῖς]], <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>162.1</span>. | |Definition=ον, [[without formal notification]], [[δωρεαί]], opp. [[ἐμφανεῖς]], <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>162.1</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[sin notificación formal]] δωρεαί Iust.<i>Nou</i>.162.1. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεμφάνιστος''': -ον, ὁ μὴ ἐμφανιζόμενος, Ἰουστινιαν. Νεαρὰ ΡΞΒ΄, 1. | |lstext='''ἀνεμφάνιστος''': -ον, ὁ μὴ ἐμφανιζόμενος, Ἰουστινιαν. Νεαρὰ ΡΞΒ΄, 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (-ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική [[πλάκα]]<br /><b>2.</b> <b>(Νομ.)</b> όποιος έχει κλητευθεί [[αλλά]] δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εμφανίζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό</i>]. | |mltxt=-η, -ο (-ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική [[πλάκα]]<br /><b>2.</b> <b>(Νομ.)</b> όποιος έχει κλητευθεί [[αλλά]] δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εμφανίζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο <i>Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, without formal notification, δωρεαί, opp. ἐμφανεῖς, Just.Nov.162.1.
Spanish (DGE)
-ον sin notificación formal δωρεαί Iust.Nou.162.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμφάνιστος: -ον, ὁ μὴ ἐμφανιζόμενος, Ἰουστινιαν. Νεαρὰ ΡΞΒ΄, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (-ος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική πλάκα
2. (Νομ.) όποιος έχει κλητευθεί αλλά δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εμφανίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].