ἀντιπερίσπασμα: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ntiperi/spasma
|Beta Code=a)ntiperi/spasma
|Definition=ατος, τό, as military term, [[diversion]], ἀ. ποιεῖν τινί <span class="bibl">Plb.3.106.6</span>.
|Definition=ατος, τό, as military term, [[diversion]], ἀ. ποιεῖν τινί <span class="bibl">Plb.3.106.6</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[distracción]] como término milit. ποιεῖν [[ἀντιπερίσπασμα]] τοῖς Κελτοῖς Plb.3.106.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπερίσπασμα''': τό, ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ ἀντιπερισπᾶν, [[ἀντιπερισπασμός]], [[ἀντιπερίσπασμα]] ποιεῖν τινι Πολύβ. 3. 106, 6.
|lstext='''ἀντιπερίσπασμα''': τό, ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ ἀντιπερισπᾶν, [[ἀντιπερισπασμός]], [[ἀντιπερίσπασμα]] ποιεῖν τινι Πολύβ. 3. 106, 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[distracción]] como término milit. ποιεῖν [[ἀντιπερίσπασμα]] τοῖς Κελτοῖς Plb.3.106.6.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπερίσπασμα Medium diacritics: ἀντιπερίσπασμα Low diacritics: αντιπερίσπασμα Capitals: ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: antiperíspasma Transliteration B: antiperispasma Transliteration C: antiperispasma Beta Code: a)ntiperi/spasma

English (LSJ)

ατος, τό, as military term, diversion, ἀ. ποιεῖν τινί Plb.3.106.6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
distracción como término milit. ποιεῖν ἀντιπερίσπασμα τοῖς Κελτοῖς Plb.3.106.6.

German (Pape)

[Seite 258] τό, das Abziehen vom Ziele, ποιεῖν τινι, dem Feinde eine Diversion machen, Pol. 3, 106.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπερίσπασμα: τό, ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ ἀντιπερισπᾶν, ἀντιπερισπασμός, ἀντιπερίσπασμα ποιεῖν τινι Πολύβ. 3. 106, 6.

Greek Monolingual

ἀντιπερίσπασμα, το (Α)
αντιπερισπασμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπερίσπασμα: ατος τό досл. отвлечение в другую сторону, воен. диверсия (ἀ. ποιεῖν τοῖς πολεμίοις Polyb.).