εὐαίων: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] ωνος, glücklich lebend, glücklich, [[βίοτος]] Aesch. Pers. 697; Soph. Tr. 81; [[πότμος]] Eur. I. A. 550; sp. D., wie Call. 16 (v, 1461. In Anrufungen, [[Παιάν]] Eur. Ion 126; ὕπνε [[εὐαίων]] [[ἄναξ]], glücklich machend, Soph. Phil. 818. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] ωνος, glücklich lebend, glücklich, [[βίοτος]] Aesch. Pers. 697; Soph. Tr. 81; [[πότμος]] Eur. I. A. 550; sp. D., wie Call. 16 (v, 1461. In Anrufungen, [[Παιάν]] Eur. Ion 126; ὕπνε [[εὐαίων]] [[ἄναξ]], glücklich machend, Soph. Phil. 818. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>gén</i>. ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> dont la vie est heureuse, heureux;<br /><b>2</b> qui rend heureux (sommeil, fortune, sort).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[αἰών]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐαίων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων εὐδαίμονα βίον, ὁ ζῶν εὐδαιμόνως, [[εὐαίων]] [[εὐαίων]] εἴης, ὦ Λατοῦς παῖ Εὐρ. Ἴων 126· [[καθόλου]], [[εὐδαίμων]], [[μακάριος]], [[βίοτος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 711, Σοφοκλ. Τρ. 81· [[πλοῦτος]] Σοφ. Ἀποσπ. 718· [[ὕπνος]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 829· [[πότμος]] Εὐρ. Ι. Α. 551. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[εὐαίων]]· [[εὐγήρως]]. εὐμοίρως». | |lstext='''εὐαίων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων εὐδαίμονα βίον, ὁ ζῶν εὐδαιμόνως, [[εὐαίων]] [[εὐαίων]] εἴης, ὦ Λατοῦς παῖ Εὐρ. Ἴων 126· [[καθόλου]], [[εὐδαίμων]], [[μακάριος]], [[βίοτος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 711, Σοφοκλ. Τρ. 81· [[πλοῦτος]] Σοφ. Ἀποσπ. 718· [[ὕπνος]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 829· [[πότμος]] Εὐρ. Ι. Α. 551. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[εὐαίων]]· [[εὐγήρως]]. εὐμοίρως». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, happy in life, of persons, E.Ion126 (lyr.), Call. Del.292, etc.; happy, fortunate, βίοτος A.Pers.711, S.Tr.81; πλοῦτος S.Fr.592.3 (lyr.); (Ὕπνος) Id.Ph.829 (lyr.); πότμος E.IA550 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1055] ωνος, glücklich lebend, glücklich, βίοτος Aesch. Pers. 697; Soph. Tr. 81; πότμος Eur. I. A. 550; sp. D., wie Call. 16 (v, 1461. In Anrufungen, Παιάν Eur. Ion 126; ὕπνε εὐαίων ἄναξ, glücklich machend, Soph. Phil. 818.
French (Bailly abrégé)
gén. ονος (ὁ, ἡ)
1 dont la vie est heureuse, heureux;
2 qui rend heureux (sommeil, fortune, sort).
Étymologie: εὖ, αἰών.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων εὐδαίμονα βίον, ὁ ζῶν εὐδαιμόνως, εὐαίων εὐαίων εἴης, ὦ Λατοῦς παῖ Εὐρ. Ἴων 126· καθόλου, εὐδαίμων, μακάριος, βίοτος Αἰσχύλ. Πέρσ. 711, Σοφοκλ. Τρ. 81· πλοῦτος Σοφ. Ἀποσπ. 718· ὕπνος ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 829· πότμος Εὐρ. Ι. Α. 551. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐαίων· εὐγήρως. εὐμοίρως».
Greek Monolingual
εὐαίων, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή
2. ευτυχής, μακάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιών «η περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου, η ζωή - απεριόριστο χρονικό διάστημα» (πρβλ. δυσαίων, μακραίων, μεσαίων)].
Greek Monotonic
εὐαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, ευτυχισμένος στη ζωή, σε Ευρ.· λέγεται για την ίδια την ζωή, ευτυχισμένη, καλότυχη, μακαρία, σε Αισχύλ., Σοφ.· ὕπνος εὐ., μακάριος, αιώνιος ύπνος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐαίων: ωνος adj.
1) счастливый, блаженный (βίοτος Aesch., Soph.; Λατοῦς παῖς Eur.; πότμος Plat.);
2) дающий счастье, благодатный (ὕπνος Soph.; πλοῦτος Plut.).
Middle Liddell
εὐ-αίων, ωνος,
happy in life, Eur.; of life itself, happy, fortunate, blessed, Aesch., Soph.; ὕπνος εὐ. blessed sleep, Soph.