τευτάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ.τ. [[τευτάσσω]] Α- 1. [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά ή [[συνεχώς]] με [[κάτι]], [[καταγίνομαι]] («οὐ χρὴ ἡμᾱς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῖα τευτάζειν», Ωριγ.)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] του ρ. <i>τευμῶμαι</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -<i>τάω</i>, -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαστάζω]], [[ῥιπτάζω]])].
|mltxt=και δ.τ. [[τευτάσσω]] Α- 1. [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά ή [[συνεχώς]] με [[κάτι]], [[καταγίνομαι]] («οὐ χρὴ ἡμᾶς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῖα τευτάζειν», Ωριγ.)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] του ρ. <i>τευμῶμαι</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -<i>τάω</i>, -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαστάζω]], [[ῥιπτάζω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:35, 9 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τευτάζω Medium diacritics: τευτάζω Low diacritics: τευτάζω Capitals: ΤΕΥΤΑΖΩ
Transliteration A: teutázō Transliteration B: teutazō Transliteration C: teftazo Beta Code: teuta/zw

English (LSJ)

pf. τετεύτακα Pl.R.521e:—τ. περί τι to be employed upon, engaged in, concerned with a thing, Pl. l.c., Phlb.56e, Ti.90b: abs., to be busy, bustling, Telecl.36, Pl.Com.89 (anap.): c. inf., bid or order one repeatedly to do a thing, Pherecr.184 (anap.):- also Med., Phryn.Com.36, Luc.Lex.21, cj. in Them.Or.13.161c.

German (Pape)

[Seite 1101] statt ταὐτάζω, eines und dasselbe sagen od. thun, sich fortwährend womit beschäftigen; Pherecrat. bei Phot.; περί τι, Plat. Phil. 59 e; γυμναστικὴ περὶ γιγνόμενον καὶ ἀπολλύμενον τετεύτακε, Rep. VII, 521 c, wo früher falsch τέτευχε stand; τῷ περὶ τὰς ἐπιθυμίας τετευτακότι, Tim. 90 b; vgl. Luc. Lexiph. 21; Sp. auch im med., wie Themist.; vgl. Bast epist. crit. p. 152.

Greek (Liddell-Scott)

τευτάζω: μέλλ. -άσω, πρκμ. τετεύτακα Πλάτ. Πολ. 521E. ταυτάζω, λέγωπράττω τὰ αὐτά, τ. περί τι, ἐνδιατρίβω ἢ καταγίνομαι εἴς τι, συνεχῶς ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἀσχολοῦμαι ἀποκλειστικῶς εἴς τι, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φίληβ. 56E, Τίμ. 90Β, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.· ὡς τὰ ῥήματα διατρίβειν, σπουδάζειν, πραγματεύεσθαι· - ἀπολ., ἀσχολοῦμαι, καταγίνομαι εἴς τι μετὰ σπουδῆς, πάντες δὲ τευτάζουσιν οἱ διάκονοι Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 10, πρβλ. Meineke εἰς Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ξαντρίαις» 2· - μετ’ ἀπαρ., παραγγέλλω ἢ διατάττω τινὰ ἐπανειλημμένως νὰ πράξῃ τι, Φέρεκρ. ἐν Ἀδήλ. 55· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Μύσταις» 1, Λουκ. Λεξιφ. 21, Θεμίστ.: - Περὶ τοῦ ῥήματος τούτου ἴδε τὰς ἑρμηνείας τοῦ Σουΐδ. καὶ Φωτίου ἐν λ. τευτάζειν, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. τευτάζει καὶ τευτασμός. - Τό οὐσιαστ. τευτασμός, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ὅστις ἑρμηνεύει αὐτό: «σηραγγεία». Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 181.

French (Bailly abrégé)

pf. τετεύτακα;
s'occuper longtemps d'une même chose, y insister : περί τι s'appliquer à qch.
Étymologie: DELG pê apparenté à σεύομαι.

Greek Monolingual

και δ.τ. τευτάσσω Α- 1. ασχολούμαι αποκλειστικά ή συνεχώς με κάτι, καταγίνομαι («οὐ χρὴ ἡμᾶς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῖα τευτάζειν», Ωριγ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Έχει σχηματιστεί από τη ρίζα του ρ. τευμῶμαι, κατά τα ρ. σε -τάω, -τάζω (πρβλ. βαστάζω, ῥιπτάζω)].

Greek Monotonic

τευτάζω: μέλ. τευτάσω, παρακ. τετεύτακα· αντί ταὐτάζω, λέω ή κάνω το ίδιο πράγμα, τευτάζω περί τι, καταγίγνομαι με κάτι, ασχολούμαι αποκλειστικά με αυτό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τευτάζω: (тж. med. Luc.; pf. τετεύτακα) усердно заниматься: οἱ περὶ ἀριθμὸν τευτάζοντες Plat. усиленно занимающиеся наукой о числах.

Middle Liddell

τευτάζω, fut. -άσω [for ταὐτάζω
to say or do the same thing, τ. περί τι to dwell upon a thing, be wholly engaged in it, Plat.