τοπίτης: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει σε έναν [[τόπο]] ή που προέρχεται από αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])]. | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει σε έναν [[τόπο]] ή που προέρχεται από αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], ὁ, <i>vom Orte, zum Orte [[gehörig]], EM</i>. St.B. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:41, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, of or belonging to a place, St.Byz. s.v. Αγρός, al.
Greek (Liddell-Scott)
τοπίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἴς τινα τόπον ἢ ἐξ αὐτοῦ προερχόμενος, Στέφ. Βυζ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που ανήκει σε έναν τόπο ή που προέρχεται από αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].
German (Pape)
[ῑ], ὁ, vom Orte, zum Orte gehörig, EM. St.B.