τριοττίς: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τριοττίς''': {triottís}<br />'''See also''': s. [[ὄσσε]].<br />'''Page''' 2,933
|ftr='''τριοττίς''': {triottís}<br />'''See also''': s. [[ὄσσε]].<br />'''Page''' 2,933
}}
{{pape
|ptext=ίδος, ἡ, <i>ein Ohr-, Halsgeschmeide mit drei [[daran]] hangenden [[Bommeln]], VLL</i> Vgl. [[τρίγληνος]]. Es scheint [[ursprünglich]] ein Wort mit [[τριοπίς]] zu sein; es wird auch die Form τριόττης [[angeführt]]. Man vgl. das äol. ὄττε, [[ὄττις]], für [[ὄσσε]], [[ὄψις]].
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριοττίς Medium diacritics: τριοττίς Low diacritics: τριοττίς Capitals: ΤΡΙΟΤΤΙΣ
Transliteration A: triottís Transliteration B: triottis Transliteration C: triottis Beta Code: triotti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, necklace with three pendants like eyes (cf. τρίγληνος), Hdn.Gr.1.104, Eust.976.36; Dim. τριόττιον, τό, ibid.:— a form τριόττης, ὁ, is also cited in Phot. and EM766.33; and τριοπίς or τρίοπις by Poll.5.98, Sch.BT Il.14.183, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τριοττίς: -ίδος, ἡ, κυρίως τριόφθαλμος, ὄνομα πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. τρίγληνος), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. αὐτόθι· - ὡσαύτως μνημονεύεται ὁ τύπος τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ Πολυδ. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριοπίς· τριόφθαλμος. ἔνιοι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς».

Greek Monolingual

-ίδος ή Μ
περιτραχήλι ή σκουλαρίκι με τρεις οπές ή με τρεις πολύτιμους λίθους σε σχήμα οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄσσε, τώ «τα δυο μάτια» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -ττ- αντί τών -σσ- (πρβλ. πλήσσω: πλήττω)].

Frisk Etymology German

τριοττίς: {triottís}
See also: s. ὄσσε.
Page 2,933

German (Pape)

ίδος, ἡ, ein Ohr-, Halsgeschmeide mit drei daran hangenden Bommeln, VLL Vgl. τρίγληνος. Es scheint ursprünglich ein Wort mit τριοπίς zu sein; es wird auch die Form τριόττης angeführt. Man vgl. das äol. ὄττε, ὄττις, für ὄσσε, ὄψις.