ἀποφορτίζομαι: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)poforti/zomai | |Beta Code=a)poforti/zomai | ||
|Definition=Med., [[discharge one's cargo]], τὸν γόμον <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>21.3</span>; [[jettison]], abs., <span class="bibl">Ph.2.413</span>; τῇ θαλάσσῃ τὰ περιττὰ τῶν φορτίων <span class="bibl">Timae. 61</span>; [[unload one's stomach]], <span class="bibl">Artem.2.26</span>:—Pass., of [[περιττώματα]], <span class="bibl">Sor. 1.40</span>: generally, [[jettison]], [[get rid of]], τι <span class="bibl">Ph.2.434</span>, etc. | |Definition=Med., [[discharge one's cargo]], τὸν γόμον <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>21.3</span>; [[jettison]], abs., <span class="bibl">Ph.2.413</span>; τῇ θαλάσσῃ τὰ περιττὰ τῶν φορτίων <span class="bibl">Timae. 61</span>; [[unload one's stomach]], <span class="bibl">Artem.2.26</span>:—Pass., of [[περιττώματα]], <span class="bibl">Sor. 1.40</span>: generally, [[jettison]], [[get rid of]], τι <span class="bibl">Ph.2.434</span>, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [tard. act.]<br /><b class="num">1</b> de naves [[descargar]] τὸν γόμον <i>Act.Ap</i>.21.4<br /><b class="num">•</b>esp. de naves en peligro [[aligerar]] τὴν ναῦν διὰ τὸν χειμῶνα Ath.37c, cf. en v. act. Cyr.Al.M.71.608D<br /><b class="num">•</b>abs. [[tirar la carga]] Ph.2.413, Poll.1.99<br /><b class="num">•</b>gener. ἀπὸ τῶν ὤμων τὰς φάττας ἀπεφορτίζετο καὶ τοὺς κοψίχους Longus 3.8.1.<br /><b class="num">2</b> del intestino [[evacuar]] τὰ περιττώμενα Sor.28.13, abs. Artem.2.26.<br /><b class="num">3</b> fig. [[desechar]], [[librarse de]] dicho alegóricamente de la tierra τὸ τῶν ἀσεβῶν οἰκητόρων [[ἄχθος]] Ph.2.434, cf. 273, τὰς ἁμαρτίας Cyr.Al.M.72.268D, cf. Synes.<i>Ep</i>.5(21)<br /><b class="num">•</b>tard. en v. act. [[descargar]], [[librar]] τὸν ἐκείνων πλοῦτον Ath.Al.M.28.1045C, τούτων (<i>sc</i>. τῶν ὑπαρχόντων) ... αὐτόν Nil.M.79.1036D<br /><b class="num">•</b>esp. de pers. [[desembarazarse]], [[librarse de]] τὸν Κλειτοφῶντα Ach.Tat.4.7.6, τὸν μὲν ἄχρηστον ὄχλον I.<i>BI</i> 1.172, cf. 1.266. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποφορτίζομαι''': μέσ., [[ἐκβάλλω]] τὸ [[φορτίον]] μου, «ξεφορτώνομαι», [[ἐκεῖσε]] γὰρ ἦν τὸ [[πλοῖον]] ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 3· τῇ θαλάσσῃ τὰ φορτία Ἀθήν. 37C: κενώνω τὸν στόμαχον, Ἀρτεμίδ. 2. 26: [[καθόλου]], ἀπαλλάττομαί τινος, «ξεφορτώνομαι», τι Φίλων 2. 434, κτλ., τὴν ὀργὴν Κύριλλ. ([[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ., [[ἐλαφρύνω]] [[πλοῖον]] ἀπὸ τοῦ φορτίου του): - Ἐντεῦθεν, ἀποφορτισμός, ὁ, ἐπὶ ἐμέτου, Matthaei Med. 188. | |lstext='''ἀποφορτίζομαι''': μέσ., [[ἐκβάλλω]] τὸ [[φορτίον]] μου, «ξεφορτώνομαι», [[ἐκεῖσε]] γὰρ ἦν τὸ [[πλοῖον]] ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 3· τῇ θαλάσσῃ τὰ φορτία Ἀθήν. 37C: κενώνω τὸν στόμαχον, Ἀρτεμίδ. 2. 26: [[καθόλου]], ἀπαλλάττομαί τινος, «ξεφορτώνομαι», τι Φίλων 2. 434, κτλ., τὴν ὀργὴν Κύριλλ. ([[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ., [[ἐλαφρύνω]] [[πλοῖον]] ἀπὸ τοῦ φορτίου του): - Ἐντεῦθεν, ἀποφορτισμός, ὁ, ἐπὶ ἐμέτου, Matthaei Med. 188. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 13:55, 1 October 2022
English (LSJ)
Med., discharge one's cargo, τὸν γόμον Act.Ap.21.3; jettison, abs., Ph.2.413; τῇ θαλάσσῃ τὰ περιττὰ τῶν φορτίων Timae. 61; unload one's stomach, Artem.2.26:—Pass., of περιττώματα, Sor. 1.40: generally, jettison, get rid of, τι Ph.2.434, etc.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tard. act.]
1 de naves descargar τὸν γόμον Act.Ap.21.4
•esp. de naves en peligro aligerar τὴν ναῦν διὰ τὸν χειμῶνα Ath.37c, cf. en v. act. Cyr.Al.M.71.608D
•abs. tirar la carga Ph.2.413, Poll.1.99
•gener. ἀπὸ τῶν ὤμων τὰς φάττας ἀπεφορτίζετο καὶ τοὺς κοψίχους Longus 3.8.1.
2 del intestino evacuar τὰ περιττώμενα Sor.28.13, abs. Artem.2.26.
3 fig. desechar, librarse de dicho alegóricamente de la tierra τὸ τῶν ἀσεβῶν οἰκητόρων ἄχθος Ph.2.434, cf. 273, τὰς ἁμαρτίας Cyr.Al.M.72.268D, cf. Synes.Ep.5(21)
•tard. en v. act. descargar, librar τὸν ἐκείνων πλοῦτον Ath.Al.M.28.1045C, τούτων (sc. τῶν ὑπαρχόντων) ... αὐτόν Nil.M.79.1036D
•esp. de pers. desembarazarse, librarse de τὸν Κλειτοφῶντα Ach.Tat.4.7.6, τὸν μὲν ἄχρηστον ὄχλον I.BI 1.172, cf. 1.266.
German (Pape)
[Seite 335] abladen, aor. med. ναῦν Ath. II, 37 c; bei Dion. Hal. 3, 44 steht jetzt ἀντιφ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφορτίζομαι: μέσ., ἐκβάλλω τὸ φορτίον μου, «ξεφορτώνομαι», ἐκεῖσε γὰρ ἦν τὸ πλοῖον ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 3· τῇ θαλάσσῃ τὰ φορτία Ἀθήν. 37C: κενώνω τὸν στόμαχον, Ἀρτεμίδ. 2. 26: καθόλου, ἀπαλλάττομαί τινος, «ξεφορτώνομαι», τι Φίλων 2. 434, κτλ., τὴν ὀργὴν Κύριλλ. (ὅστις μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ., ἐλαφρύνω πλοῖον ἀπὸ τοῦ φορτίου του): - Ἐντεῦθεν, ἀποφορτισμός, ὁ, ἐπὶ ἐμέτου, Matthaei Med. 188.
English (Strong)
from ἀπό and the middle voice of φορτίζω; to unload: unlade.
English (Thayer)
(φορτίζω to load; φόρτος a load), to disburden oneself; τί, to lay down a load, unlade, discharge: τόν γόμον, of a ship, Winer's Grammar, 349f (328f). (Elsewhere also used of sailors lightening ship during a storm in order to avoid shipwreck: Philo de praem. et poen. § 5 κυβερνήτης, χειμωνων ἀπιγινομενων, ἀποφορτίζεται; Athen. 2,5, p. 37c. and following, where it occurs twice.)
Greek Monolingual
(AM ἀποφορτίζομαι)
θέτω το βάρος, ξεφορτώνομαι
μσν.
φρ. «ἀποφέρω τὸ θνητὸν βάρος» — πεθαίνω
αρχ.
απαλλάσσομαι από κάτι ενοχλητικό.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφορτίζομαι: выгружать (τὸν γόμον NT).
Chinese
原文音譯:¢pofort⋯zomai 阿坡-賀而提索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-攜帶
字義溯源:卸,卸下;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(φορτίζω)=負擔)組成;其中 (φορτίζω)出自(φόρτος)=擔),而 (φόρτος)又出自(φέρω)*=負擔,攜帶)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 卸(1) 徒21:3