ὑγροφυής: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός ο [[οποίος]] από την [[φύση]] του [[είναι]] [[μαλακός]], [[εύκαμπτος]] («[[παρθένος]] [[ὑγροφυής]] καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑγροφυῶς</i> Α<br />με μαλακή, εύκαμπτη [[σύσταση]] («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]], μέσω ενός ουδ. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκληρο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός ο [[οποίος]] από την [[φύση]] του [[είναι]] [[μαλακός]], [[εύκαμπτος]] («[[παρθένος]] [[ὑγροφυής]] καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑγροφυῶς</i> Α<br />με μαλακή, εύκαμπτη [[σύσταση]] («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]], μέσω ενός ουδ. [[φύος]]), [[πρβλ]]. [[σκληροφυής]]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγροφῠής Medium diacritics: ὑγροφυής Low diacritics: υγροφυής Capitals: ΥΓΡΟΦΥΗΣ
Transliteration A: hygrophyḗs Transliteration B: hygrophyēs Transliteration C: ygrofyis Beta Code: u(grofuh/s

English (LSJ)

ές, soft, supple, παρθένος Sch.Theoc.1.47. Adv. -ῶς, λυγίζεσθαι Aristaenet. 1.1.

German (Pape)

[Seite 1172] ές, von nasser, feuchter Natur, Schol. Theocr. 1, 47; übh. = ὑγρός; adv. ὑγροφυῶς, Aristaen. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροφυής: -ές, (φυὴ) ὁ ὑγρὸς τὴν φυήν, εὔκαμπτος, «παρθένος ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 47. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀρισταίν. 1. 1.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός ο οποίος από την φύση του είναι μαλακός, εύκαμπτοςπαρθένος ὑγροφυής καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.).
επίρρ...
ὑγροφυῶς Α
με μαλακή, εύκαμπτη σύσταση («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φυής (< φύω, φύομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. σκληροφυής].