ὑψιγέννητος: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(yige/nnhtos
|Beta Code=u(yige/nnhtos
|Definition=ον, [[born on high]], <b class="b3">ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος</b> its [[topmost]] shoot, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>43</span>.
|Definition=ον, [[born on high]], <b class="b3">ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος</b> its [[topmost]] shoot, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>43</span>.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui croît en hauteur, qui pousse haut.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[γεννάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψῐγέννητος''': -ον, ὁ ἐν ὕψει γεννηθείς, φυείς, ἔχοντ’ ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43.
|lstext='''ὑψῐγέννητος''': -ον, ὁ ἐν ὕψει γεννηθείς, φυείς, ἔχοντ’ ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui croît en hauteur, qui pousse haut.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[γεννάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:32, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐγέννητος Medium diacritics: ὑψιγέννητος Low diacritics: υψιγέννητος Capitals: ΥΨΙΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: hypsigénnētos Transliteration B: hypsigennētos Transliteration C: ypsigennitos Beta Code: u(yige/nnhtos

English (LSJ)

ον, born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, A.Eu.43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui croît en hauteur, qui pousse haut.
Étymologie: ὕψι, γεννάω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐγέννητος: -ον, ὁ ἐν ὕψει γεννηθείς, φυείς, ἔχοντ’ ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτι-γέννητος].

Greek Monotonic

ὑψῐγέννητος: -ον, αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος, το κορυφαίο της βλαστάρι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιγέννητος: растущий ввысь, длинный (ἐλάας κλάδος Aesch.).

Middle Liddell

ὑψῐ-γέννητος, ον,
born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, Aesch.