ῥηγεύς: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rigeys
|Transliteration C=rigeys
|Beta Code=r(hgeu/s
|Beta Code=r(hgeu/s
|Definition=έως, ὁ, (ῥῆγος) [[dyer]], Sch.<span class="bibl">Il.9.661</span>, Hsch.
|Definition=έως, ὁ, ([[ῥῆγος]]) [[dyer]], Sch.<span class="bibl">Il.9.661</span>, Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ῥαγεύς και [[ῥεγεύς]] και [[ῥογεύς]], -έως, ὁ, Α<br />βαφέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ῥεγ-εύς</i> έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ῥεγ</i>- του [[ῥέζω]](ΙΙ) «[[βάφω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέγ</i>-<i>jω</i>) με [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παγ</i>-<i>εύς</i>). Παράλληλα με τον τ. [[ῥεγεύς]], μαρτυρούνται και οι τ.: <i>ῥαγεύς</i> (<b>πρβλ.</b> και λ. [[χρυσοραγές]]), [[ῥηγεύς]] (<b>πρβλ.</b> λ. [[ῥῆγος]]) και [[ῥογεύς]] (με φωνηεντισμό -<i>ο</i>-)].
|mltxt=και ῥαγεύς και [[ῥεγεύς]] και [[ῥογεύς]], -έως, ὁ, Α<br />βαφέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ῥεγ-εύς</i> έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ῥεγ</i>- του [[ῥέζω]](ΙΙ) «[[βάφω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέγ</i>-<i>jω</i>) με [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παγ</i>-<i>εύς</i>). Παράλληλα με τον τ. [[ῥεγεύς]], μαρτυρούνται και οι τ.: <i>ῥαγεύς</i> (<b>πρβλ.</b> και λ. [[χρυσοραγές]]), [[ῥηγεύς]] (<b>πρβλ.</b> λ. [[ῥῆγος]]) και [[ῥογεύς]] (με φωνηεντισμό -<i>ο</i>-)].
}}
{{trml
|trtx====[[dyer]]===
Albanian: bojaxhi; Arabic: صَبَّاغ‎, صَبَّاغَة‎; Armenian: ներկարար; Belarusian: фарбавальшчык, фарбавальшчыца; Bulgarian: бояджия, бояджийка; Catalan: tintorer; Czech: barvíř, barvířka, barvič, barvička; Dutch: [[verver]]; Esperanto: kolorigisto; Finnish: värjäri; French: [[teinturier]], [[teinturière]]; Galician: tintureiro; German: [[Färber]], [[Färberin]]; Ancient Greek: [[βαλαυστιουργός]], [[βαφεύς]], [[βάφισσα]], [[ἰνδικοπλάστης]], [[κογχιστής]], [[ῥεγεύς]], [[ῥεγιστήρ]], [[ῥεγιστής]], [[ῥηγεύς]], [[ῥογεύς]], [[χρωματουργός]]; Hindi: रंगरेज़; Hungarian: kelmefestő; Irish: clódóir, ruaimneoir; Latin: [[tinctor]]; Macedonian: бојаџија; Maori: kaitāwai; Polish: farbiarz, farbiarka, barwiarz, barwiarka; Portuguese: [[tintureiro]]; Romanian: vopsitor, vopsitoare, boiangiu; Russian: [[красильщик]], [[красильщица]]; Slovak: farbiar, farbiarka; Spanish: [[tintorero]], [[tintorera]]; Turkish: boyacı; Ukrainian: фарбар, фарбарка, красильник, красильниця, фарбувальник, фарбувальниця; Welsh: lliwydd
}}
}}

Revision as of 10:42, 11 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηγεύς Medium diacritics: ῥηγεύς Low diacritics: ρηγεύς Capitals: ΡΗΓΕΥΣ
Transliteration A: rhēgeús Transliteration B: rhēgeus Transliteration C: rigeys Beta Code: r(hgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (ῥῆγος) dyer, Sch.Il.9.661, Hsch.

German (Pape)

[Seite 839] ὁ, Färber, Schol. Il. 9, 661.

Greek (Liddell-Scott)

ῥηγεύς: έως, ὁ, (ῥῆγος) βαφεύς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 661 (657), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και ῥαγεύς και ῥεγεύς και ῥογεύς, -έως, ὁ, Α
βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥεγ-εύς έχει σχηματιστεί από το θ. ῥεγ- του ῥέζω(ΙΙ) «βάφω» (< ῥέγ-) με επίθημα -εύς (πρβλ. παγ-εύς). Παράλληλα με τον τ. ῥεγεύς, μαρτυρούνται και οι τ.: ῥαγεύς (πρβλ. και λ. χρυσοραγές), ῥηγεύς (πρβλ. λ. ῥῆγος) και ῥογεύς (με φωνηεντισμό -ο-)].

Translations

dyer

Albanian: bojaxhi; Arabic: صَبَّاغ‎, صَبَّاغَة‎; Armenian: ներկարար; Belarusian: фарбавальшчык, фарбавальшчыца; Bulgarian: бояджия, бояджийка; Catalan: tintorer; Czech: barvíř, barvířka, barvič, barvička; Dutch: verver; Esperanto: kolorigisto; Finnish: värjäri; French: teinturier, teinturière; Galician: tintureiro; German: Färber, Färberin; Ancient Greek: βαλαυστιουργός, βαφεύς, βάφισσα, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός; Hindi: रंगरेज़; Hungarian: kelmefestő; Irish: clódóir, ruaimneoir; Latin: tinctor; Macedonian: бојаџија; Maori: kaitāwai; Polish: farbiarz, farbiarka, barwiarz, barwiarka; Portuguese: tintureiro; Romanian: vopsitor, vopsitoare, boiangiu; Russian: красильщик, красильщица; Slovak: farbiar, farbiarka; Spanish: tintorero, tintorera; Turkish: boyacı; Ukrainian: фарбар, фарбарка, красильник, красильниця, фарбувальник, фарбувальниця; Welsh: lliwydd