βλέμμα: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
m (Text replacement - "astxt=* " to "astxt=") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=ble/mma | |Beta Code=ble/mma | ||
|Definition=ατος, τό, [[look]], [[glance]], <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>306</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1022</span>, <span class="bibl">D.21.72</span>, <span class="bibl">Antiph.235</span>, <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Pet.</span>2.8</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>471.60</span> (ii A. D.); [[eyesight]], AP9.159; βλεμμάτων βολή <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>242</span>. | |Definition=ατος, τό, [[look]], [[glance]], <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>306</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1022</span>, <span class="bibl">D.21.72</span>, <span class="bibl">Antiph.235</span>, <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Pet.</span>2.8</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>471.60</span> (ii A. D.); [[eyesight]], AP9.159; βλεμμάτων βολή <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>242</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[mirada]] βλεμμάτων ῥέπει [[βολή]] A.<i>Fr</i>.242, οὐδὲ τὸ β. αὐτὸ κατὰ χώραν ἔχει Ar.<i>Pl</i>.367, οὐδ' ἂν ἀπαγγεῖλαι δύναιθ' ἑτέρῳ, τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ D.21.72, ἀμφότερα μηνύει γὰρ ἀπὸ τῶν βλεμμάτων Antiph.232.4, cf. Arist.<i>Pr</i>.958<sup>a</sup>18, βλέμματι γὰρ καὶ ἀκοῇ ὁ δίκαιος ἐγκατοικῶν ἐν αὐτοῖς 2<i>Ep.Petr</i>.2.8, cf. Philostr.<i>VS</i> 491, τὸ β. καὶ τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου Gal.14.632, β. μόνον ἤρκεσε τηρουμένης παρθένου Ach.Tat.1.9.3, τὸ β. οὐ μετατρεπόμενον D.Chr.1.71, cf. 79, ἦν σφόδρα βουλομένης τὸ β. Aristaenet.1.16.26, 2.5.4, μή σου τὸ β. ἁμαρτανέτω Cyr.H.<i>Procatech</i>.8, cf. Gel.Cyz.<i>HE</i> 2.19.20, ῥεμβῶδες Plu.2.45d, cf. 680e, 780a, ἄθυμον X.Eph.1.5.2, cf. 13.3, περίπικρον Herm.<i>Sim</i>.6.2.5, τετραμμένον εἰς γῆν Clem.Al.<i>Fr</i>.44.<br /><b class="num">2</b> [[sentido de la vista]] τὰ τοῦ σώματος αἰσθητήρια, β., [[ἀκοή]], καὶ τὰ ἄλλα Epiph.Const.<i>Haer</i>.9.4.11<br /><b class="num">•</b>[[ojo]] λέγω δὲ τά τε χρώματα, ῥάμφη, ὄνυχας, βλέμματα ... καὶ τὰ λοιπὰ πάντα <i>Hom.Clem</i>.3.34, γλυκεροῦ βλέμματος ὀρφανίσας <i>AP</i> 9.159<br /><b class="num">•</b>fig. de la mente ὡς ἀγαθὸς πύκτης, ἀμετεώριστον ἔχει τὸ τῆς ψυχῆς β. Basil.M.31.208A, τοῦ φρονήματος τὸ β. Mac.Magn.<i>Apocr</i>.2.21 (p.44), τῷ τῆς διανοίας βλέμματι Gel.Cyz.<i>HE</i> 2.19.22.<br /><b class="num">II</b> [[aspecto]] ἓν ἦμαρ ἡδὺ βλέμμ' ἔχειν μόνον E.<i>HF</i> 306, τὸ β. θ' ὡς ἔχοιμι μαλακὸν καὶ καλόν Ar.<i>Pl</i>.1022, cf. Philetaer.5, τοῦ Πολέμου τοῦ βλέμματος Ar.<i>Pax</i> 239, κακοῦργος εὐθὺς ἀπὸ τοῦ βλέμματος Men.<i>Dysc</i>.258, β. ... θαυμάζοντες [[αὐτοῦ]] Plu.2.84e, cf. Gal.17(2).146, Philostr.<i>VA</i> 3.36, Aristaenet.1.13.33, ἀναίσχυντον <i>POxy</i>.471.60 (II d.C.), πρὸς τὸ σύνηθες β. ἀποκαθιστάμενος Hld.1.3.6. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />regard.<br />'''Étymologie:''' [[βλέπω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />regard.<br />'''Étymologie:''' [[βλέπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Abbott | {{Abbott |
Revision as of 12:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, look, glance, E.HF306, Ar.Pl.1022, D.21.72, Antiph.235, 2 Ep.Pet.2.8, POxy.471.60 (ii A. D.); eyesight, AP9.159; βλεμμάτων βολή A.Fr.242.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1mirada βλεμμάτων ῥέπει βολή A.Fr.242, οὐδὲ τὸ β. αὐτὸ κατὰ χώραν ἔχει Ar.Pl.367, οὐδ' ἂν ἀπαγγεῖλαι δύναιθ' ἑτέρῳ, τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ D.21.72, ἀμφότερα μηνύει γὰρ ἀπὸ τῶν βλεμμάτων Antiph.232.4, cf. Arist.Pr.958a18, βλέμματι γὰρ καὶ ἀκοῇ ὁ δίκαιος ἐγκατοικῶν ἐν αὐτοῖς 2Ep.Petr.2.8, cf. Philostr.VS 491, τὸ β. καὶ τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου Gal.14.632, β. μόνον ἤρκεσε τηρουμένης παρθένου Ach.Tat.1.9.3, τὸ β. οὐ μετατρεπόμενον D.Chr.1.71, cf. 79, ἦν σφόδρα βουλομένης τὸ β. Aristaenet.1.16.26, 2.5.4, μή σου τὸ β. ἁμαρτανέτω Cyr.H.Procatech.8, cf. Gel.Cyz.HE 2.19.20, ῥεμβῶδες Plu.2.45d, cf. 680e, 780a, ἄθυμον X.Eph.1.5.2, cf. 13.3, περίπικρον Herm.Sim.6.2.5, τετραμμένον εἰς γῆν Clem.Al.Fr.44.
2 sentido de la vista τὰ τοῦ σώματος αἰσθητήρια, β., ἀκοή, καὶ τὰ ἄλλα Epiph.Const.Haer.9.4.11
•ojo λέγω δὲ τά τε χρώματα, ῥάμφη, ὄνυχας, βλέμματα ... καὶ τὰ λοιπὰ πάντα Hom.Clem.3.34, γλυκεροῦ βλέμματος ὀρφανίσας AP 9.159
•fig. de la mente ὡς ἀγαθὸς πύκτης, ἀμετεώριστον ἔχει τὸ τῆς ψυχῆς β. Basil.M.31.208A, τοῦ φρονήματος τὸ β. Mac.Magn.Apocr.2.21 (p.44), τῷ τῆς διανοίας βλέμματι Gel.Cyz.HE 2.19.22.
II aspecto ἓν ἦμαρ ἡδὺ βλέμμ' ἔχειν μόνον E.HF 306, τὸ β. θ' ὡς ἔχοιμι μαλακὸν καὶ καλόν Ar.Pl.1022, cf. Philetaer.5, τοῦ Πολέμου τοῦ βλέμματος Ar.Pax 239, κακοῦργος εὐθὺς ἀπὸ τοῦ βλέμματος Men.Dysc.258, β. ... θαυμάζοντες αὐτοῦ Plu.2.84e, cf. Gal.17(2).146, Philostr.VA 3.36, Aristaenet.1.13.33, ἀναίσχυντον POxy.471.60 (II d.C.), πρὸς τὸ σύνηθες β. ἀποκαθιστάμενος Hld.1.3.6.
German (Pape)
[Seite 448] τό, der Blick, Anblick, Eur. Herc. fur. 306; μαλακόν Ar. Plut. 1022; vgl. 367; Dem. 21, 72; Sp.; βλέμματα, die Augen, Aesch. frg. 224; Antiphan. Ath. II, 38 b.
Greek (Liddell-Scott)
βλέμμα: τό, (βλέπω) = κύτταγμα, «ματιά», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 306. Ἀριστοφ. Πλ. 1022, Δημ., κτλ.· αὐτὸς ὁ ὀφθαλμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238. Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
regard.
Étymologie: βλέπω.
English (Abbott-Smith)
βλέμμα, -τος, τό (< βλέπω),
a look, a glance: βλέμματι καὶ ἀκοῇ, II Pe 2:8, sight and hearing, a sense not found for β. in Gk. lit., but perhaps recognized in the vernacular (ICC, in l.)†
English (Strong)
from βλέπω; vision (properly concrete; by implication, abstract): seeing.
English (Thayer)
βλεμματος, τό (βλέπω); "a look, glance: βλέμματι καί ἀκοή, in seeing and hearing," Euripides, Aristophanes, Demosthenes, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
το (AM βλέμμα) βλέπω
ματιά, κοίταγμα
νεοελλ.
η έκφραση των ματιών όταν είναι προσηλωμένα κάπου («άγριο, γλυκό, λυπημένο κ.λπ. βλέμμα»)
αρχ.
το μάτι.
Greek Monotonic
βλέμμα: -ατος, τό (βλέπω), ματιά, γρήγορο κοίταγμα, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βλέμμα: ατος τό βλέπω
1) взгляд, взор Aesch., Arph., Dem., Plut.;
2) pl. глаза Aesch.
Middle Liddell
βλέπω
a look, glance, Eur., Ar.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλέμμα -ατος, τό βλέπω blik:. εὐθὺς ἀπὸ βλέμματος bij eerste aanblik Men. Dysc. 258.
Chinese
原文音譯:blšmma 不練馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:投 觀看
字義溯源:視覺,視力,一瞥,觀看,看見;源自(βλέπω)*=看見)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 看見(1) 彼後2:8