Ἰταλός: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*)italo/s | |Beta Code=*)italo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[Italian]], <span class="bibl">Parth.7.1</span>, <span class="bibl">Str.5.1.1</span>: as adjective, <b class="b3">Ἰ. αἰχμητής [ῑ]</b> <span class="title">AP</span>7.741 (Crin.), etc.</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[Italian]], <span class="bibl">Parth.7.1</span>, <span class="bibl">Str.5.1.1</span>: as adjective, <b class="b3">Ἰ. αἰχμητής [ῑ]</b> <span class="title">AP</span>7.741 (Crin.), etc.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />Italien, italique.<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />Italos, <i>roi pélasge qui aurait donné son nom à l'Italie</i>. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἰτᾰλός''': ὁ, ὁ [[ἐγχώριος]] [[κάτοικος]] τῆς Ἰταλίας, Στράβ. 210· - ὡς ἐπίθ., Ἀνθ. Π. 7. 741, κτλ. ῐ, ἀλλὰ ῑ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 505· ὡς καὶ ἐν τοῖς Ἰταλίς, [[Ἰταλία]]. | |lstext='''Ἰτᾰλός''': ὁ, ὁ [[ἐγχώριος]] [[κάτοικος]] τῆς Ἰταλίας, Στράβ. 210· - ὡς ἐπίθ., Ἀνθ. Π. 7. 741, κτλ. ῐ, ἀλλὰ ῑ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 505· ὡς καὶ ἐν τοῖς Ἰταλίς, [[Ἰταλία]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A Italian, Parth.7.1, Str.5.1.1: as adjective, Ἰ. αἰχμητής [ῑ] AP7.741 (Crin.), etc.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
Italien, italique.
2οῦ (ὁ) :
Italos, roi pélasge qui aurait donné son nom à l'Italie.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰτᾰλός: ὁ, ὁ ἐγχώριος κάτοικος τῆς Ἰταλίας, Στράβ. 210· - ὡς ἐπίθ., Ἀνθ. Π. 7. 741, κτλ. ῐ, ἀλλὰ ῑ χάριν τοῦ μέτρου, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 505· ὡς καὶ ἐν τοῖς Ἰταλίς, Ἰταλία.
Greek Monolingual
ο και Ιταλιάνος, θηλ. Ιταλίδα και Ιταλιάνα (Α Ἰταλός, θηλ. Ἰταλίς)
ο κάτοικος της Ιταλίας
αρχ.
1. (το αρσ. ως προσηγορικό) ό ἰταλός
ο ταύρος
2. (το αρσ. ως επίθ.) ἰταλός
ιταλικός («ἰταλός αἰχμητής», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο αρχ. τ. ἰταλός με σημ. «ταύρος» πιθ. < Fιταλός. Κατά μία άποψη, τη λ. αυτή δανείστηκε η λατ. μέσω της Οσκικής με τη μορφή vitellus (υποκορ. του vitulus) «μοσχαράκι», απ' όπου σχηματίστηκε ο λατ. τ. Ιtalus «Ιταλός» είτε λόγω της αφθονίας αυτών τών ζώων στη χώρα είτε επειδή θεωρούνταν ιερά. Κατ' άλλη άποψη, ο λατ. τ. Ιtalus προέρχεται απευθείας από ελλ. Ἰταλός (< ἰταλός «ταύρος»). Κατ' άλλους, τέλος, η σύνδεση της λ. Ἰταλός με το λατ. vitellus θεωρείται εσφαλμένη, επειδή δεν διατηρείται το -ν-(F) στον λατ. τ. Ιtalus, ενώ διατηρείται σε άλλους τύπους (πρβλ. Veneti: Ενετοί)].
Greek Monotonic
Ἰτᾰλός: ὁ, Ιταλός· ως επίθ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Ἰτᾰλός: (ῑ и ῐ) италийский (αἰχμητής Anth.).
I (ῑτ) ὁ Итал (легендарный, царь пеласгов, основатель царства сикулов или энотриев; его именем, якобы, названа Италия) Thuc., Arst., Plut.
Ἰταλός: III ὁ италиец Arst., Plut., Anth.
Middle Liddell
Ἰτᾰλός,
Italian:—as adj., Anth.