δημιόπρατα: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dhmio/prata
|Beta Code=dhmio/prata
|Definition=τά, [[goods seized by public authority]], [[and put up for sale]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>659</span>, <span class="bibl">Poll.10.96</span>, <span class="bibl">Ath.11.476e</span>, <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>95</span>; <b class="b3">περὶ τῶν δ. πρὸς εὐθίαν</b>, title of speech by Lys.
|Definition=τά, [[goods seized by public authority]], [[and put up for sale]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>659</span>, <span class="bibl">Poll.10.96</span>, <span class="bibl">Ath.11.476e</span>, <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>95</span>; <b class="b3">περὶ τῶν δ. πρὸς εὐθίαν</b>, title of speech by Lys.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />biens confisqués et vendus à l'encan.<br />'''Étymologie:''' [[δήμιος]], [[πιπράσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δημιόπρᾱτα''': τά, πράγματα καταλαμβανόμενα ὑπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ δήμου καὶ ἐκτιθέμενα εἰς πώλησιν· ἀπετέλουν δὲ [[ταῦτα]] μίαν τῶν προσόδων τοῦ δημοσίου ταμείου κατὰ τὸν Ἀριστοφ. Σφηξ. 659· πρβλ. Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 96, B öckh Ath. Staatsh. 1. 265., 2, 127 κἑξ.
|lstext='''δημιόπρᾱτα''': τά, πράγματα καταλαμβανόμενα ὑπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ δήμου καὶ ἐκτιθέμενα εἰς πώλησιν· ἀπετέλουν δὲ [[ταῦτα]] μίαν τῶν προσόδων τοῦ δημοσίου ταμείου κατὰ τὸν Ἀριστοφ. Σφηξ. 659· πρβλ. Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 96, B öckh Ath. Staatsh. 1. 265., 2, 127 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />biens confisqués et vendus à l'encan.<br />'''Étymologie:''' [[δήμιος]], [[πιπράσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιόπρᾱτα Medium diacritics: δημιόπρατα Low diacritics: δημιόπρατα Capitals: ΔΗΜΙΟΠΡΑΤΑ
Transliteration A: dēmióprata Transliteration B: dēmioprata Transliteration C: dimioprata Beta Code: dhmio/prata

English (LSJ)

τά, goods seized by public authority, and put up for sale, Ar.V.659, Poll.10.96, Ath.11.476e, Phalar.Ep.95; περὶ τῶν δ. πρὸς εὐθίαν, title of speech by Lys.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
biens confisqués et vendus à l'encan.
Étymologie: δήμιος, πιπράσκω.

Greek (Liddell-Scott)

δημιόπρᾱτα: τά, πράγματα καταλαμβανόμενα ὑπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ δήμου καὶ ἐκτιθέμενα εἰς πώλησιν· ἀπετέλουν δὲ ταῦτα μίαν τῶν προσόδων τοῦ δημοσίου ταμείου κατὰ τὸν Ἀριστοφ. Σφηξ. 659· πρβλ. Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 96, B öckh Ath. Staatsh. 1. 265., 2, 127 κἑξ.

Greek Monolingual

δημιόπρατα, τα (Α)
κτήματα ιδιωτών που κατασχέθηκαν και πωλούνται δημόσια προς όφελος της πολιτείας («λιμένας, μισθοὺς και δημιόπρατα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος + πρατά, πληθ. ουδ. του πρατός < πιπράσκω «πουλάω»].

Greek Monotonic

δημιόπρᾱτα: τά (πρᾱτός), αγαθά που πωλούνται σε δημοπρασία, δημευμένα αγαθά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δημιόπρᾱτα: τά конфискованное и продаваемое с торгов имущество Arph., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημιόπρατα -ων, τά [δῆμος, πιπράσκω] geconfisqueerde goederen.

Middle Liddell

[πρᾱτός]
goods sold by public authority: confiscated goods, Ar.