3,274,216
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] auch 2 Endgn, Theogn. 489, zur Freundschaft, Liebe gehörig, sie befördernd; φιλοτήσια ἔργα, Werk der Liebe, Liebesgenuß, Beischlaf, Od. 11, 246; φιλοτησίῳ διαίτᾳ Soph. El. 1062; – ἡ [[φιλοτήσιος]], sc. [[κύλιξ]] od. [[κοτύλη]], ein der Freundschaft od. Liebe geweihter Becher, Theogn. 489; und ἡ [[φιλοτησία]], sc. [[πόσις]], ein Freundschaftstrunk, eine Gesundheit nach unserer Art, φιλοτησίαν [[λαβεῖν]], eine Gesundheit annehmen, Ar. Ach. 947, vgl. Lys. 203; φιλοτησίας προπίνειν, Gesundheit zutrinken, wie φιλοτησίας als gen von einem ausgelassenen [[ἕνεκα]] abhängig erklärt zu werden pflegt, Phryn. in B. A. 70; so auch Dem. 19, 128; φιλοτησίας μελετᾶν Plat. Phaed. 81, wo die [[varia lectio|v.l.]] φιλοποσίας; oft bei Luc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] auch 2 Endgn, Theogn. 489, zur Freundschaft, Liebe gehörig, sie befördernd; φιλοτήσια ἔργα, Werk der Liebe, Liebesgenuß, Beischlaf, Od. 11, 246; φιλοτησίῳ διαίτᾳ Soph. El. 1062; – ἡ [[φιλοτήσιος]], sc. [[κύλιξ]] od. [[κοτύλη]], ein der Freundschaft od. Liebe geweihter Becher, Theogn. 489; und ἡ [[φιλοτησία]], sc. [[πόσις]], ein Freundschaftstrunk, eine Gesundheit nach unserer Art, φιλοτησίαν [[λαβεῖν]], eine Gesundheit annehmen, Ar. Ach. 947, vgl. Lys. 203; φιλοτησίας προπίνειν, Gesundheit zutrinken, wie φιλοτησίας als gen von einem ausgelassenen [[ἕνεκα]] abhängig erklärt zu werden pflegt, Phryn. in B. A. 70; so auch Dem. 19, 128; φιλοτησίας μελετᾶν Plat. Phaed. 81, wo die [[varia lectio|v.l.]] φιλοποσίας; oft bei Luc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l'amour <i>ou</i> les plaisirs de l'amour;<br /><b>2</b> qui concerne l'amitié ; <i>subst.</i> ἡ φιλοτησία ([[πόσις]]) santé que l'on porte à qqn dans un repas.<br />'''Étymologie:''' [[φιλότης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοτήσιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θέογν. 489· Δωρικ. φιλοτάσιος [ᾱ], Σοφ. Ἠλ. 1074· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὴν φιλότητα, προάγων, ὑποβοηθῶν αὐτήν, φιλοτήσια ἔργα, σχεδὸν συνών. τῷ ἔργα Ἀφροδίτης, ἐτέλεσσε… φιλοτήσια ἔργα, «ἐρωτικά, [[τουτέστι]] τὴν μῖξιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 246· φιλοτασίῳ διαίτᾳ, ἐν φιλικῷ οἰκογενειακῷ βίῳ, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. χορὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 564· οὕτω, φ. [[μέλος]] Πλούτ. 2. 329Ε εὐνὴ Ὀππ., κλπ. ΙΙ. ἡ φιλοτησία, μετὰ τοῦ [[κύλιξ]], [[ποτήριον]] ἀφιερωμένον τῇ φιλίᾳ, [[ποτήριον]] φιλότητος, (ἴδε Ἀθήν. 502C, ἡ μὲν γὰρ φέρεται [[φιλοτήσιος]] Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· πῖνε, κατάκεισο, λάβε τήνδε φιλοτησίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 985, πρβλ. Λυσιστράτ. 203· φ. σοι τήνδ’ ἐγώ... κύλικα προπίομαι Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 24, φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Νεμέᾳ» 1. 9· φιλοτησίαν παρέχειν Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 18· φέρεται [[ὡσαύτως]], φιλοτησίας προπίνειν Δημ. 380, ἐν τέλει, Λουκ. Ἑρμότ. 11, Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12, [[ἔνθα]] τὸ φιλοτησίας δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] πτώσεως ἑν. γενικῆς· ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων φαίνεται ὅτι τό: προπίνειν φιλοτησίαν τινί, σημαίνει τὸ πίνειν εἰς ὑγείαν τινός, οὕτω καὶ ἐν Ἀλέξιδος «Δορκίδι» 3· τῆς φιλοτησίας ἐγὼ μεστὰς [[προπίνω]], ὁ Meineke προτείνει εἰς διόρθωσιν [[τρεῖς]] ἀντὶ τῆς· ― ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, ἡ τοῦ φαρμάκου φ. Θεόπομπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθήν. 85Β. | |lstext='''φῐλοτήσιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θέογν. 489· Δωρικ. φιλοτάσιος [ᾱ], Σοφ. Ἠλ. 1074· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὴν φιλότητα, προάγων, ὑποβοηθῶν αὐτήν, φιλοτήσια ἔργα, σχεδὸν συνών. τῷ ἔργα Ἀφροδίτης, ἐτέλεσσε… φιλοτήσια ἔργα, «ἐρωτικά, [[τουτέστι]] τὴν μῖξιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 246· φιλοτασίῳ διαίτᾳ, ἐν φιλικῷ οἰκογενειακῷ βίῳ, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. χορὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 564· οὕτω, φ. [[μέλος]] Πλούτ. 2. 329Ε εὐνὴ Ὀππ., κλπ. ΙΙ. ἡ φιλοτησία, μετὰ τοῦ [[κύλιξ]], [[ποτήριον]] ἀφιερωμένον τῇ φιλίᾳ, [[ποτήριον]] φιλότητος, (ἴδε Ἀθήν. 502C, ἡ μὲν γὰρ φέρεται [[φιλοτήσιος]] Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· πῖνε, κατάκεισο, λάβε τήνδε φιλοτησίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 985, πρβλ. Λυσιστράτ. 203· φ. σοι τήνδ’ ἐγώ... κύλικα προπίομαι Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 24, φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Νεμέᾳ» 1. 9· φιλοτησίαν παρέχειν Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 18· φέρεται [[ὡσαύτως]], φιλοτησίας προπίνειν Δημ. 380, ἐν τέλει, Λουκ. Ἑρμότ. 11, Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12, [[ἔνθα]] τὸ φιλοτησίας δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] πτώσεως ἑν. γενικῆς· ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων φαίνεται ὅτι τό: προπίνειν φιλοτησίαν τινί, σημαίνει τὸ πίνειν εἰς ὑγείαν τινός, οὕτω καὶ ἐν Ἀλέξιδος «Δορκίδι» 3· τῆς φιλοτησίας ἐγὼ μεστὰς [[προπίνω]], ὁ Meineke προτείνει εἰς διόρθωσιν [[τρεῖς]] ἀντὶ τῆς· ― ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, ἡ τοῦ φαρμάκου φ. Θεόπομπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθήν. 85Β. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |