ὀρνίθειος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "d’o" to "d'o") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0383.png Seite 383]] zum Vogel gehörig; κρέα, Vogel-, Hühnerfleisch, Ar. Nubb. 338 Ran. 511, wie Xen. An. 4, 5, 31; Arist. eth. 6, 7; Ath. oft, u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0383.png Seite 383]] zum Vogel gehörig; κρέα, Vogel-, Hühnerfleisch, Ar. Nubb. 338 Ran. 511, wie Xen. An. 4, 5, 31; Arist. eth. 6, 7; Ath. oft, u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />d'oiseau ; <i>particul.</i> de poule, de poulet ; de volaille <i>en gén.</i> : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρνίθειος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 865· - ὁ ἀνήκων εἰς πτηνόν, ὀρν. [[οἰκίσκος]], [[κλωβίον]] πτηνοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 538 κρέα ὀρνίθεια, ὀρνιθίου [[κρέας]], ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 510, Νεφ. 338, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 31· ἀπολ., ὀρνίθεια, τά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1590, Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1. ΙΙ. ὀρνιθεῖον, τό, [[μέρος]] ἢ [[τόπος]] συχναζόμενος ὑπὸ πτηνῶν, Α. Β. 54. - Ἐσφαλμένως φέρεται ὀρνίθιος, Ἀθήν. 341Α, Πολυδ. Ι΄, 160. [Παρὰ τῷ Ἀράτ. 274 ὀρνιθέη [[κεφαλή]], [[δέον]] νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλ.]. | |lstext='''ὀρνίθειος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 865· - ὁ ἀνήκων εἰς πτηνόν, ὀρν. [[οἰκίσκος]], [[κλωβίον]] πτηνοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 538 κρέα ὀρνίθεια, ὀρνιθίου [[κρέας]], ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 510, Νεφ. 338, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 31· ἀπολ., ὀρνίθεια, τά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1590, Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1. ΙΙ. ὀρνιθεῖον, τό, [[μέρος]] ἢ [[τόπος]] συχναζόμενος ὑπὸ πτηνῶν, Α. Β. 54. - Ἐσφαλμένως φέρεται ὀρνίθιος, Ἀθήν. 341Α, Πολυδ. Ι΄, 160. [Παρὰ τῷ Ἀράτ. 274 ὀρνιθέη [[κεφαλή]], [[δέον]] νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλ.]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:55, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον, Ar.Av.865 :—
A of a bird or belonging to a bird, οἰκίσκος bird-cage, Id.Fr.405; κρέα ὀρνίθειον = fowl's flesh, chicken, Id.Ra.510,Nu.339, X.An.4.5.31, Arist.EN1141b20: abs., ὀρνίθεια, τά, Ar.Av.1590, Pherecr.45; ὀρνίθειος ζωμός = chicken soup, Hegesand.15; ᾠὰ ὀρνίθεα = hen's eggs, PCair.Zen.266 (iii B. C.).
II sg. ὀρνιθεῖον, τό, haunt of birds, Phryn.PSp.94 B. [In Arat.274 ὀρνιθέης (trisyll.) κεφαλῆς.]
German (Pape)
[Seite 383] zum Vogel gehörig; κρέα, Vogel-, Hühnerfleisch, Ar. Nubb. 338 Ran. 511, wie Xen. An. 4, 5, 31; Arist. eth. 6, 7; Ath. oft, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
d'oiseau ; particul. de poule, de poulet ; de volaille en gén. : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.
Étymologie: ὄρνις.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνίθειος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 865· - ὁ ἀνήκων εἰς πτηνόν, ὀρν. οἰκίσκος, κλωβίον πτηνοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 538 κρέα ὀρνίθεια, ὀρνιθίου κρέας, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 510, Νεφ. 338, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 31· ἀπολ., ὀρνίθεια, τά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1590, Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1. ΙΙ. ὀρνιθεῖον, τό, μέρος ἢ τόπος συχναζόμενος ὑπὸ πτηνῶν, Α. Β. 54. - Ἐσφαλμένως φέρεται ὀρνίθιος, Ἀθήν. 341Α, Πολυδ. Ι΄, 160. [Παρὰ τῷ Ἀράτ. 274 ὀρνιθέη κεφαλή, δέον νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλ.].
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὀρνίθειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος) ὄρνις, -ιθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρνιθα ή αυτός που προέρχεται από όρνιθα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνίθεια
το κρέας πτηνού.
Greek Monotonic
ὀρνίθειος: -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που προέρχεται από ή ανήκει σε πουλί, ὀρνίθεια (ενν. κρέα), κρέας πουλιού, πουλερικό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνίθειος: 3, реже 2 (νῑ) птичий (κρέα Arph., Xen.; οἰκίσκος Arph.).