μισακάρισσα: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μεσακάρης]] και [[μεσιακάρης]], ο, θηλ., [[μεσιακάρισσα]]<br />[[κολήγος]], συγκαλλιεργητής, [[αγρότης]] ο [[οποίος]] καλλιεργεί [[ξένο]] αγρό παίρνοντας ως [[αμοιβή]] τα μισά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[μεσακάρης]] και [[μεσιακάρης]], ο, θηλ., [[μεσιακάρισσα]]<br />[[κολήγος]], συγκαλλιεργητής, [[αγρότης]] ο [[οποίος]] καλλιεργεί [[ξένο]] αγρό παίρνοντας ως [[αμοιβή]] τα μισά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> ([[πρβλ]]. [[βαρκάρης]]). Ο τ. <i>μεσιακάρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μεσιακός]]]. | ||
}} | }} | ||
==English== | ==English== |
Latest revision as of 07:00, 13 May 2023
Greek Monolingual
και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα
κολήγος, συγκαλλιεργητής, αγρότης ο οποίος καλλιεργεί ξένο αγρό παίρνοντας ως αμοιβή τα μισά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισακός + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκάρης). Ο τ. μεσιακάρης < μεσιακός].
English
sharecropper, tenant farmer sharing produce, sharing landholder A farmer who gave a fixed portion of the farm’s produce as payment (instead of money) to the landlord.
Translations
Ancient Greek: ἡμισειαστής, ἡμισυμερίτης; Arabic: فلاّح بالمقاسمة; Bresciano: masér; Calabrese: gualànu, culonu, menzieri, parsunàli; Catalan: masover; Catalan: parcer; Dutch: deelpachter, deelbouwer; Esperanto: duonfarmulo; Finnish: vuokraviljelijä; French: métayer, métayère, colon, méger; Galician: parceiro, foreiro, parcioneiro; German: Naturalpächter, Halbpächter, Teilpächter; Greek: κολήγας, κολίγας, κολλέγας, κολλήγας, κολλήγος, μεσακάρης, μεσακάρισσα, μεσιακάρης, μεσιακάρισσα, μισακάρης, μισακάρισσα, μορτίτης; Hebrew: אריס; Italian: mezzadro; Latin: colonus partiarius, partiarius colonus; Ligurian: manente; Mirandolese: mśàdar; Mudnés: mzèder; Portuguese: parceiro rural; Romagnolo: mizèdri; Russian: испольщик, издольщик; Sicilian: mitateri; Spanish: aparcero; Swedish: hälftenbrukare; Venetian: mesadro, massaro