κατασκευασμός: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] ὁ, = [[κατασκεύασμα]], bes. Mittel, Erfindung, ὑπὲρ τοῦ [[λαθεῖν]] Dem. 24, 16; – ἐκ κατασκευασμοῦ, nach Verabredung, D. Cass. 38, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] ὁ, = [[κατασκεύασμα]], bes. Mittel, Erfindung, ὑπὲρ τοῦ [[λαθεῖν]] Dem. 24, 16; – ἐκ κατασκευασμοῦ, nach Verabredung, D. Cass. 38, 9.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />machination, invention ; [[ἐκ]] κατασκευασμοῦ d'accord.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκευασμός''': ὁ, μηχανισμός, [[μηχάνημα]], [[ἐπινόημα]], κ. [[ὑπὲρ]] τοῦ λαθεῖν Δημ. 705. 3· ἐκ κατασκευασμοῦ, Λατ. ex instituto, composito, ἐκ συνεννοήσεως, Δίων Κ. 38. 9.
|lstext='''κατασκευασμός''': ὁ, μηχανισμός, [[μηχάνημα]], [[ἐπινόημα]], κ. [[ὑπὲρ]] τοῦ λαθεῖν Δημ. 705. 3· ἐκ κατασκευασμοῦ, Λατ. ex instituto, composito, ἐκ συνεννοήσεως, Δίων Κ. 38. 9.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />machination, invention ; [[ἐκ]] κατασκευασμοῦ d'accord.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευασμός Medium diacritics: κατασκευασμός Low diacritics: κατασκευασμός Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kataskeuasmós Transliteration B: kataskeuasmos Transliteration C: kataskevasmos Beta Code: kataskeuasmo/s

English (LSJ)

ὁ, contrinance, D.24.16; ἐκ δατασκευασμοῦ, Lat. ex composito, D.C.38.9, al.

German (Pape)

[Seite 1378] ὁ, = κατασκεύασμα, bes. Mittel, Erfindung, ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν Dem. 24, 16; – ἐκ κατασκευασμοῦ, nach Verabredung, D. Cass. 38, 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
machination, invention ; ἐκ κατασκευασμοῦ d'accord.
Étymologie: κατασκευάζω.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευασμός: ὁ, μηχανισμός, μηχάνημα, ἐπινόημα, κ. ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν Δημ. 705. 3· ἐκ κατασκευασμοῦ, Λατ. ex instituto, composito, ἐκ συνεννοήσεως, Δίων Κ. 38. 9.

Greek Monolingual

κατασκευασμός, ὁ (Α) κατασκευάζω
επινόημα, εφεύρημα («κατασκευασμὸς ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν τόνδε τὸν νόμον τεθέντα», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

κατασκευασμός: ὁ, επινόηση, τέχνασμα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κατασκευασμός: ὁ Dem. = κατασκεύασμα 5.

Middle Liddell

κατασκευασμός, οῦ,
contrivance, Dem. [from κατασκευάζω