αὐθύπαρκτος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=au)qu/parktos
|Beta Code=au)qu/parktos
|Definition=ον, [[self-subsistent]], Hsch. Adv.<b class="b3">-τως</b> Zonar.s.v. [[ἕνωσις]].
|Definition=ον, [[self-subsistent]], Hsch. Adv.<b class="b3">-τως</b> Zonar.s.v. [[ἕνωσις]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene existencia por sí mismo]] como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Anast.Ant.<i>Fid</i>.M.89.1401A, del alma, Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1495B<br /><b class="num">•</b>[[consustancial]] esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[consustancialmente]] αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. [[ἕνωσις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθύπαρκτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, [[οὐσία]] ἐστὶ [[πρᾶγμα]] αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.
|lstext='''αὐθύπαρκτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, [[οὐσία]] ἐστὶ [[πρᾶγμα]] αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene existencia por sí mismo]] como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν [[ἑαυτοῦ]] σύστασιν Anast.Ant.<i>Fid</i>.M.89.1401A, del alma, Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1495B<br /><b class="num">•</b>[[consustancial]] esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[consustancialmente]] αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. [[ἕνωσις]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθύπαρκτος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει ή γίνεται από [[μόνος]] του.
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθύπαρκτος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει ή γίνεται από [[μόνος]] του.
}}
}}

Revision as of 12:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθύπαρκτος Medium diacritics: αὐθύπαρκτος Low diacritics: αυθύπαρκτος Capitals: ΑΥΘΥΠΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: authýparktos Transliteration B: authyparktos Transliteration C: afthyparktos Beta Code: au)qu/parktos

English (LSJ)

ον, self-subsistent, Hsch. Adv.-τως Zonar.s.v. ἕνωσις.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene existencia por sí mismo como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Anast.Ant.Fid.M.89.1401A, del alma, Leont.H.Nest.M.86.1495B
consustancial esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.
2 adv. -ως consustancialmente αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. ἕνωσις.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθύπαρκτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, οὐσία ἐστὶ πρᾶγμα αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐθύπαρκτος, -ον)
αυτός που υπάρχει ή γίνεται από μόνος του.