διατρύγιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0608.png Seite 608]] einmal bei Homer, Odyss. 24, 342, ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας δώσειν [[πεντήκοντα]], [[διατρύγιος]] δὲ [[ἕκαστος]] ἤην· [[ἔνθα]] δ' ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν, [[ὁππότε]] δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν [[ὕπερθεν]]: man versteht unter [[ὄρχος]] [[διατρύγιος]] eine Reihe von Weinstöcken, zwischen denen Korn wächst, oder die zu verschiedener Zeit Trauben bringen, vgl. Odyss. 7, 122 ff. S. Scholl. Odyss. 24, 342 Eustath. p. 1964, 24 Apoll. Lex. Homer. p. 58, 21 Hesych. Etymol. m. p. 271, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0608.png Seite 608]] einmal bei Homer, Odyss. 24, 342, ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας δώσειν [[πεντήκοντα]], [[διατρύγιος]] δὲ [[ἕκαστος]] ἤην· [[ἔνθα]] δ' ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν, [[ὁππότε]] δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν [[ὕπερθεν]]: man versteht unter [[ὄρχος]] [[διατρύγιος]] eine Reihe von Weinstöcken, zwischen denen Korn wächst, oder die zu verschiedener Zeit Trauben bringen, vgl. Odyss. 7, 122 ff. S. Scholl. Odyss. 24, 342 Eustath. p. 1964, 24 Apoll. Lex. Homer. p. 58, 21 Hesych. Etymol. m. p. 271, 26.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διατρύγιος''': -ον, ([[τρύγη]])· ἐν Ὀδ. Ω.342, [[διατρύγιος]] δὲ [[ἕκαστος]] ([[ὄρχος]]) ἤην, ἑκάστη σειρὰ ἔφερε σταφυλὰς διαδοχικῶς, Εὐστ. ἐν τόπῳ· πρβλ. Ὀδ. Η.122 κἑξ.
|elnltext=διατρύγιος -ον [διά, τρύγη] voortdurend oogst opleverend.
}}
{{elru
|elrutext='''διατρύγιος:''' () приносящий разнообразные плоды или плодоносящий в течение круглого года ([[ὄρχος]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διατρύγιος:''' [ῠ], -ον ([[τρύγη]]), αυτός που δίνει περισσότερες από [[μία]] σοδειές, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''διατρύγιος:''' [ῠ], -ον ([[τρύγη]]), αυτός που δίνει περισσότερες από [[μία]] σοδειές, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διατρύγιος:''' () приносящий разнообразные плоды или плодоносящий в течение круглого года ([[ὄρχος]] Hom.).
|lstext='''διατρύγιος''': -ον, ([[τρύγη]])· ἐν Ὀδ. Ω.342, [[διατρύγιος]] δὲ [[ἕκαστος]] ([[ὄρχος]]) ἤην, ἑκάστη σειρὰ ἔφερε σταφυλὰς διαδοχικῶς, Εὐστ. ἐν τόπῳ· πρβλ. Ὀδ. Η.122 κἑξ.
}}
{{elnl
|elnltext=διατρύγιος -ον [διά, τρύγη] voortdurend oogst opleverend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δια-τρῠ́γιος, ον <i>adj</i> [[τρύγη]]<br />[[bearing]] grapes in [[succession]], Od.
|mdlsjtxt=δια-τρῠ́γιος, ον <i>adj</i> [[τρύγη]]<br />[[bearing]] grapes in [[succession]], Od.
}}
}}

Revision as of 20:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρύγιος Medium diacritics: διατρύγιος Low diacritics: διατρύγιος Capitals: ΔΙΑΤΡΥΓΙΟΣ
Transliteration A: diatrýgios Transliteration B: diatrygios Transliteration C: diatrygios Beta Code: diatru/gios

English (LSJ)

[ῠ], ον, (τρύγη), διατρύγιος δὲ ἕκαστος [ὄρχος] ἤην each row bore grapes in succession, Od.24.342, cf. Eust.ad loc.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
constantemente vendimiable δ. δὲ ἕκαστος (ὄρχος) ἤην cada liño de vides producía constantemente, Od.24.342.

German (Pape)

[Seite 608] einmal bei Homer, Odyss. 24, 342, ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας δώσειν πεντήκοντα, διατρύγιος δὲ ἕκαστος ἤην· ἔνθα δ' ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν, ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν: man versteht unter ὄρχος διατρύγιος eine Reihe von Weinstöcken, zwischen denen Korn wächst, oder die zu verschiedener Zeit Trauben bringen, vgl. Odyss. 7, 122 ff. S. Scholl. Odyss. 24, 342 Eustath. p. 1964, 24 Apoll. Lex. Homer. p. 58, 21 Hesych. Etymol. m. p. 271, 26.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατρύγιος -ον [διά, τρύγη] voortdurend oogst opleverend.

Russian (Dvoretsky)

διατρύγιος: (ῠ) приносящий разнообразные плоды или плодоносящий в течение круглого года (ὄρχος Hom.).

English (Autenrieth)

(τρύγη): bearing (strictly, ‘to be gathered’) in succession, Od. 24.342†.

Greek Monolingual

διατρύγιος, -ον (Α) τρυγώ
επίθ. που αποδίδεται σε αμπέλι, του οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα, Όμ.).

Greek Monotonic

διατρύγιος: [ῠ], -ον (τρύγη), αυτός που δίνει περισσότερες από μία σοδειές, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

διατρύγιος: -ον, (τρύγη)· ἐν Ὀδ. Ω.342, διατρύγιος δὲ ἕκαστος (ὄρχος) ἤην, ἑκάστη σειρὰ ἔφερε σταφυλὰς διαδοχικῶς, Εὐστ. ἐν τόπῳ· πρβλ. Ὀδ. Η.122 κἑξ.

Middle Liddell

δια-τρῠ́γιος, ον adj τρύγη
bearing grapes in succession, Od.