γαλακτοπαγής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ές, [[χρώς]], wie geronnene Milch, Rufin. 6 (V, 60); [[ἄρνα]] γ., von einem Knaben, Strat. 46 (XII, 204).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ές, [[χρώς]], wie geronnene Milch, Rufin. 6 (V, 60); [[ἄρνα]] γ., von einem Knaben, Strat. 46 (XII, 204).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />blanc comme du lait caillé.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰλακτοπᾰγής''': -ές, ὡς πεπηγμένον [[γάλα]], [[λευκός]], χρὼς Ἀνθ. Π. 5. 60., 12. 204· ἄρνα γαλ., ἐπὶ τρυφεροῦ παιδός, Στράτ. 46.
|lstext='''γᾰλακτοπᾰγής''': -ές, ὡς πεπηγμένον [[γάλα]], [[λευκός]], χρὼς Ἀνθ. Π. 5. 60., 12. 204· ἄρνα γαλ., ἐπὶ τρυφεροῦ παιδός, Στράτ. 46.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />blanc comme du lait caillé.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοπᾰγής Medium diacritics: γαλακτοπαγής Low diacritics: γαλακτοπαγής Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: galaktopagḗs Transliteration B: galaktopagēs Transliteration C: galaktopagis Beta Code: galaktopagh/s

English (LSJ)

ές, like curdled milk, χρώς AP5.59 (Rufin.); ἄρνα ib.12.204 (Strat.).

Spanish (DGE)

(γᾰλακτοπᾰγής) -ές
semejante a la leche cuajada χρώς AP 5.60 (Rufin.), ἀρήν AP 12.204 (Strat.), cf. γλακτοπαγής.

German (Pape)

[Seite 471] ές, χρώς, wie geronnene Milch, Rufin. 6 (V, 60); ἄρνα γ., von einem Knaben, Strat. 46 (XII, 204).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
blanc comme du lait caillé.
Étymologie: γάλα, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοπᾰγής: -ές, ὡς πεπηγμένον γάλα, λευκός, χρὼς Ἀνθ. Π. 5. 60., 12. 204· ἄρνα γαλ., ἐπὶ τρυφεροῦ παιδός, Στράτ. 46.

Greek Monolingual

γαλακτοπαγής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει στο χρώμα και στην πυκνότητα με πηγμένο γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -παγής < πήγνυμι.

Greek Monotonic

γᾰλακτοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που μοιάζει με το πηγμένο γάλα, λευκός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτοπᾰγής: цвета свернувшегося молока (χρώς, ἄρνα Anth.).

Middle Liddell

πήγνυμι
like curdled milk, Anth.